1[] <<Ψαλμος του Δαβιδ. Μασχιλ.>> Μακαριος εκεινος, του οποιου συνεχωρηθη η παραβασις, του οποιου εσκεπασθη η αμαρτια.
1Instruo de David. Felicxa estas tiu, kies krimo estas pardonita, kies peko estas kovrita.
2Μακαριος ο ανθρωπος, εις τον οποιον ο Κυριος δεν λογαριαζει ανομιαν και εις του οποιου το πνευμα δεν υπαρχει δολος.
2Felicxa estas la homo, al kiu la Eternulo ne kalkulas lian kulpon Kaj en kies spirito estas nenia malvero.
3Οτε απεσιωπησα, επαλαιωθησαν τα οστα μου εκ του ολολυγμου μου ολην την ημεραν.
3Kiam mi silentis, miaj ostoj senfortigxis De mia cxiutaga ploregado.
4Επειδη ημεραν και νυκτα εβαρυνθη η χειρ σου επ' εμε· η υγροτης μου μετεβληθη εις θερινην ξηρασιαν. Διαψαλμα.
4CXar tage kaj nokte pezis sur mi Via mano; La fresxecon de mia sukoj anstatauxis sekeco de somero. Sela.
5Την αμαρτιαν μου εφανερωσα προς σε, και την ανομιαν μου δεν εκρυψα· ειπα, Εις τον Κυριον θελω εξομολογηθη τας παραβασεις μου· και συ συνεχωρησας την ανομιαν της αμαρτιας μου. Διαψαλμα.
5Mian pekon mi konfesis al Vi, kaj mian kulpon mi ne kasxis; Mi diris:Mi konfesos miajn krimojn al la Eternulo; Kaj Vi deprenis la kulpon de mia peko. Sela.
6Δια τουτο πας οσιος θελει προσευχεσθαι προς σε εν καιρω προσηκοντι· βεβαιως εν κατακλυσμω πολλων υδατων ταυτα δεν θελουσιν εγγιζει εις αυτον.
6Pro tio pregxu antaux Vi cxiu piulo en favora tempo, Por ke cxe la disversxigxo de grandaj akvoj ili lin ne atingu.
7[] Συ εισαι η σκεπη μου· θελεις με φυλαττει απο θλιψεως· αγαλλιασιν λυτρωσεως θελεις με περικυκλονει. Διαψαλμα.
7Vi estas mia sxirmo; Kontraux sufero Vi min gardos, Per kantoj de savo Vi min cxirkauxos. Sela.
8Εγω θελω σε συνετισει και θελω σε διδαξει την οδον, εις την οποιαν πρεπει να περιπατης· θελω σε συμβουλευει· επι σε θελει εισθαι ο οφθαλμος μου.
8Mi prudentigos vin, kaj montros al vi la vojon, kiun vi devas iri; Kun konsiloj Mi direktos sur vin Mian okulon.
9Μη γινεσθε ως ιππος, ως ημιονος, εις τα οποια δεν υπαρχει συνεσις· των οποιων το στομα πρεπει να κρατηται εν κημω και χαλινω, αλλως δεν ηθελον πλησιαζει εις σε.
9Ne estu kiel cxevalo, kiel senprudenta mulo, Al kiuj oni devas kateni la busxon per brido kaj busxpeco, Alie ili ne venos al vi.
10Πολλαι αι μαστιγες του ασεβους· τον δε ελπιζοντα επι Κυριον ελεος θελει περικυκλωσει.
10Multajn frapojn havas la malpiulo; Sed kiu fidas la Eternulon, tiun cxirkauxas favoro.
11Ευφραινεσθε εις τον Κυριον και αγαλλεσθε, δικαιοι· και αλαλαξατε, παντες οι ευθεις την καρδιαν.
11GXoju pro la Eternulo, kaj gaju, ho justuloj; Kaj triumfu cxiuj, kiuj havas pian koron!