1[] Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ· διοτι εις Συχεμ ηρχετο πας ο Ισραηλ δια να καμη αυτον βασιλεα.
1Roboam s'a dus la Sihem, căci tot Israelul venise la Sihem să -l facă împărat.
2Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο ετι εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου του βασιλεως Σολομωντος, εμεινεν ετι ο Ιεροβοαμ εν Αιγυπτω·
2Cînd a auzit lucrul acesta Ieroboam, fiul lui Nebat, era tot în Egipt, unde fugise de împăratul Solomon, şi în Egipt locuia.
3απεστειλαν ομως και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πασα η συναγωγη του Ισραηλ και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες,
3Au trimes să -l cheme. Atunci Ieroboam, şi toată adunarea lui Israel au venit la Roboam şi i-au vorbit aşa:
4Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων· τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σε δουλευει.
4,,Tatăl tău ne -a îngreuiat jugul; acum tu uşurează această aspră robie şi jugul greu pe care l -a pus peste noi tatăl tău. Şi îţi vom sluji.``
5Ο δε ειπε προς αυτους, Αναχωρησατε εως τρεις ημερας· επειτα επιστρεψατε προς εμε. Και ανεχωρησεν ο λαος.
5El le -a zis: ,,Duceţi-vă, şi întoarceţi-vă la mine peste trei zile.`` Şi poporul a plecat.
6Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον;
6Împăratul Roboam s'a sfătuit cu bătrînii cari fuseseră pe lîngă tatăl său Solomon, în timpul vieţii lui, şi a zis: ,,Ce mă sfătuiţi să răspund poporului acestuia?``
7Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν σημερον γεινης δουλος εις τον λαον τουτον και δουλευσης αυτους και αποκριθης προς αυτους και λαλησης αγαθους λογους προς αυτους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος.
7Şi iată ce i-au zis ei: ,,Dacă vei îndatora astăzi pe poporul acesta, dacă le faci ce cer, şi dacă le vei răspunde cu vorbe binevoitoare, îţi vor sluji pe vecie.``
8Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους, τους συνανατραφεντας μετ' αυτου τους παρισταμενους ενωπιον αυτου.
8Dar Roboam a lăsat sfatul pe care i -l dădeau bătrînii, şi s'a sfătuit cu tinerii cari crescuseră cu el şi cari erau împrejurul lui.
9Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον, τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας;
9El a zis: ,,Ce mă sfatuiţi să răspund poporului acestuia, care-mi vorbeşte aşa: ,Uşurează-ne jugul pe care l -a pus peste noi tatăl tău?``
10Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι, οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας· ουτω θελεις λαλησει προς αυτους· Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου·
10Şi iată ce i-au zis tinerii cari crescuseră cu el: ,,Să spui aşa poporului acestuia care ţi -a vorbit astfel: ,Tatăl tău ne -a îngreuiat jugul, tu uşurează-ni -l!` Să le vorbeşti aşa: ,Degetul meu cel mic va fi mai gros decît coapsele tatălui meu.
11τωρα λοιπον, ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας· ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
11Acum, tatăl meu a pus peste voi un jug greu, dar eu vi -l voi face şi mai greu; tatăl meu v'a bătut cu bice, dar eu vă voi bate cu scorpioane.``
12Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν.
12Ieroboam şi tot poporul au venit la Roboam a treia zi, după cum zisese împăratul: ,,Întoarceţi-vă la mine peste trei zile!``
13Και απεκριθη ο βασιλευς προς τον λαον σκληρως και εγκατελιπε την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον·
13Împăratul a răspuns aspru poporului. A lăsat sfatul pe care i -l dăduseră bătrînii,
14και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας· ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
14şi le -a vorbit astfel, după sfatul tinerilor: ,,Tatăl meu v'a îngreuiat jugul, dar eu vi -l voi face şi mai greu; tatăl meu v'a bătut cu bice, dar eu vă voi bate cu scorpioane.``
15Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον· διοτι το πραγμα εγεινε παρα Κυριου, δια να εκτελεση τον λογον αυτου, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ.
15Astfel împăratul n'a ascultat pe popor; căci lucrul acesta a fost cîrmuit de Domnul, în vederea împlinirii cuvîntului, pe care -l spusese Domnul prin Ahia din Silo lui Ieroboam, fiul lui Nebat.
16[] Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εν τω Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εν τω υιω του Ιεσσαι· εις τας σκηνας σου, Ισραηλ· προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησεν ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου.
16Cînd a văzut tot Israelul că împăratul nu -l ascultă, poporul a răspuns împăratului: ,,Ce parte avem noi cu David? Noi n'avem moştenire cu fiul lui Isai! La corturile tale, Israele! Acum vezi-ţi de casă, Davide!`` Şi Israel s'a dus în corturile lui.
17Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους.
17Copiii lui Israel cari locuiau în cetăţile lui Iuda, au fost singurii peste cari a domnit Roboam.
18Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων· και ελιθοβολησεν αυτον πας ο Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ.
18Atunci împăratul Roboam a trimes la ei pe Adoram, care era mai mare peste biruri. Dar Adoram a fost ucis cu pietre de tot Israelul, şi a murit. Şi împăratul Roboam s'a grăbit să se suie într'un car, ca să fugă la Ierusalim.
19Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ εως της ημερας ταυτης.
19Astfel s'a deslipit Israel de casa lui David pînă în ziua de azi.
20Οτε δε ηκουσε πας ο Ισραηλ οτι ο Ιεροβοαμ επεστρεψεν, απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον εις την συναγωγην και εκαμον αυτον βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ· δεν ηκολουθησε τον οικον του Δαβιδ, ειμη η φυλη του Ιουδα μονη.
20Tot Israelul, auzind că Ieroboam s'a întors, au trimes să -l cheme în adunare, şi l-au făcut împărat peste tot Israelul. Seminţia lui Iuda a fost singura care a mers după casa lui David.
21Και ελθων ο Ροβοαμ εις Ιερουσαλημ, συνηθροισε παντα τον οικον Ιουδα και την φυλην Βενιαμιν, εκατον ογδοηκοντα χιλιαδας εκλεκτων πολεμιστων, δια να πολεμησωσι κατα του οικου του Ισραηλ, οπως επαναφερωσι την βασιλειαν εις τον Ροβοαμ τον υιον του Σολομωντος.
21Roboam ajungînd la Ierusalim, a strîns toată casa lui Iuda şi seminţia lui Beniamin, o sută optzeci de mii de oameni aleşi, buni pentru război, ca să lupte împotriva casei lui Israel şi s'o aducă înapoi subt stăpînirea lui Roboam, fiul lui Solomon.
22Εγεινεν ομως λογος Θεου προς τον Σεμαιαν, ανθρωπον του Θεου, λεγων,
22Dar cuvîntul lui Dumnezeu a vorbit astfel lui Şemaia, omul lui Dumnezeu:
23Λαλησον προς Ροβοαμ, τον υιον του Σολομωντος, τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον οικον Ιουδα και Βενιαμιν και προς το επιλοιπον του λαου, λεγων,
23,,Vorbeşte lui Roboam, fiul lui Solomon, împăratul lui Iuda, şi întregei case a lui Iuda şi a lui Beniamin, şi celuilalt popor, şi spune-le:
24ουτω λεγει Κυριος· Δεν θελετε αναβη ουδε πολεμησει εναντιον των αδελφων σας των υιων Ισραηλ· επιστρεψατε εκαστος εις τον οικον αυτου· διοτι παρ' εμου εγεινε το πραγμα τουτο. Και υπηκουσαν εις τον λογον του Κυριου και επεστρεψαν να υπαγωσι, κατα τον λογον του Κυριου.
24,Aşa vorbeşte Domnul: ,Nu vă suiţi, şi nu faceţi război împotriva fraţilor voştri, copiii lui Israel! Fiecare din voi să se întoarcă acasă, căci de la Mine s'a întîmplat lucrul acesta.`` Ei au ascultat de cuvîntul Domnului, şi s'au întors acasă, după cuvîntul Domnului.
25[] Τοτε ωκοδομησεν ο Ιεροβοαμ την Συχεμ επι του ορους Εφραιμ, και κατωκησεν εν αυτη· επειτα εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησε την Φανουηλ.
25Ieroboam a zidit Sihemul pe muntele lui Efraim, şi a locuit acolo; apoi a ieşit de acolo, şi a zidit Penuel.
26Και ειπεν ο Ιεροβοαμ εν τη καρδια αυτου. Τωρα θελει επιστρεψει η βασιλεια εις τον οικον του Δαβιδ·
26Ieroboam a zis în inima sa: ,,Împărăţia s'ar putea acum să se întoarcă la casa lui David.
27εαν ο λαος ουτος αναβη δια να προσφερη θυσιας εν τω οικω του Κυριου εν Ιερουσαλημ, τοτε η καρδια του λαου τουτου θελει επιστρεψει προς τον κυριον αυτου, τον Ροβοαμ βασιλεα του Ιουδα, και θελουσι θανατωσει εμε και επιστρεψει προς Ροβοαμ τον βασιλεα του Ιουδα.
27Dacă poporul acesta se va sui la Ierusalim să aducă jertfe în Casa Domnului, inima poporului acestuia se va întoarce la domnul său, la Roboam, împăratul lui Iuda, şi mă vor omorî şi se vor întoarce la Roboam, împăratul lui Iuda.``
28Ελαβε λοιπον ο βασιλευς βουλην και εκαμε δυο μοσχους χρυσους, και ειπε προς αυτους, Φθανει εις εσας να αναβαινητε εις Ιερουσαλημ· ιδου, οι θεοι σου, Ισραηλ, οιτινες σε ανηγαγον εκ γης Αιγυπτου.
28După ce s'a sfătuit, împăratul a făcut doi viţei de aur, şi a zis poporului: ,,Destul v'aţi suit la Ierusalim; Israele! Iată Dumnezeul tău care te -a scos din ţara Egiptului.``
29Και εθεσε τον ενα εν Βαιβηλ και τον αλλον εθεσεν εν Δαν.
29A aşezat unul din aceşti viţei la Betel, iar pe celalt l -a pus în Dan.
30Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας· διοτι επορευετο ο λαος εως εις Δαν, δια να προσκυνη ενωπιον του ενος.
30Şi fapta aceasta a fost un prilej de păcătuire. Poporul se ducea să se închine înaintea unuia din viţei pînă la Dan.
31Και εκαμεν οικους επι των υψηλων τοπων και εκαμεν ιερεις εκ των εσχατων του λαου, οιτινες δεν ησαν εκ των υιων Λευι.
31Ieroboam a făcut o casă de înălţimi şi a pus preoţi luaţi din tot poporul, cari nu făceau parte din fiii lui Levi.
32Και εκαμεν ο Ιεροβοαμ εορτην εν τω μηνι τω ογδοω, εν τη δεκατη πεμπτη ημερα του μηνος, ως την εορτην την εν Ιουδα, και ανεβη επι το θυσιαστηριον. Ουτως εκαμεν εν Βαιθηλ, θυσιαζων εις τους μοσχους τους οποιους εκαμε· και κατεστησεν εν Βαιθηλ τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους οποιους εκαμε.
32A rînduit o sărbătoare în luna a opta, în ziua a cincisprezecea a lunii, ca sărbătoarea care se prăznuia în Iuda, şi a adus jertfe pe altar. Iată ce a făcut la Betel, ca să se aducă jertfe viţeilor pe cari -i făcuse el. A pus în slujbă la Betel pe preoţii înălţimilor ridicate de el.
33Και ανεβη επι το θυσιαστηριον το οποιον εκαμεν εν Βαιθηλ, την δεκατην πεμπτην ημεραν του ογδοου μηνος, εν τω μηνι τον οποιον εφευρεν απο της καρδιας αυτου· και εκαμεν εορτην εις τους υιους Ισραηλ, και ανεβη επι το θυσιαστηριον, δια να θυμιαση.
33Şi a jertfit pe altarul pe care -l făcuse la Betel, în ziua a cincisprezecea a lunii a opta, lună pe care o alesese după bunul lui plac. A hotărît -o ca sărbătoare pentru copiii lui Israel, şi s'a suit la altar să ardă tămîie.