1[] Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος του Θεου εξ Ιουδα εις Βαιθηλ με λογον του Κυριου· ο δε Ιεροβοαμ ιστατο επι του θυσιαστηριου, δια να θυμιαση.
1Dar iată că un om al lui Dumnezeu a venit din Iuda la Betel, trimes de cuvîntul Domnului, tocmai pe cînd stătea Ieroboam la altar să ardă tămîie.
2Και εφωνησε προς το θυσιαστηριον με λογον του Κυριου, και ειπε, Θυσιαστηριον, θυσιαστηριον, ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, υιος θελει γεννηθη εις τον οικον του Δαβιδ, Ιωσιας το ονομα αυτου, και θελει θυσιασει επι σε τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους θυμιαζοντας επι σε, και οστα ανθρωπων θελουσι καυθη επι σε.
2El a strigat împotriva altarului, după cuvîntul Domnului, şi a zis: ,,Altarule! Altarule! Aşa vorbeşte Domnul: ,Iată că se va naşte un fiu casei lui David; numele lui va fi Iosia; el va junghia pe tine, pe preoţii înălţimilor, cari ard tămîie pe tine, şi pe tine se vor arde osăminte omeneşti!``
3Και εδωκε σημειον την αυτην ημεραν, λεγων, Τουτο ειναι το σημειον, το οποιον ελαλησεν ο Κυριος· Ιδου, το θυσιαστηριον θελει διασχισθη, και η στακτη η επ' αυτου θελει εκχυθη.
3Şi în aceeaş zi a dat un semn, zicînd: ,,Acesta este semnul care arată că Domnul a vorbit: Altarul se va despica, şi cenuşa de pe el se va vărsa.``
4Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιεροβοαμ τον λογον του ανθρωπου του Θεου, τον οποιον εφωνησε προς το θυσιαστηριον εν Βαιθηλ, εξετεινε την χειρα αυτου απο του θυσιαστηριου, λεγων, Συλλαβετε αυτον. Και εξηρανθη η χειρ αυτου, την οποιαν εξετεινεν επ' αυτον, ωστε δεν ηδυνηθη να επιστρεψη αυτην προς εαυτον.
4Cînd a auzit împăratul cuvîntul pe care -l strigase omul lui Dumnezeu împotriva altarului din Betel, a întins mîna de pe altar, zicînd: ,,Prindeţi -l!`` Şi mîna, pe care o întinsese Ieroboam împotriva lui, s'a uscat, şi n'a putut s'o întoarcă înapoi.
5Και διεσχισθη το θυσιαστηριον και εξεχυθη η στακτη απο του θυσιαστηριου, κατα το σημειον το οποιον εδωκεν ο ανθρωπος του Θεου δια του λογου του Κυριου.
5Altarul s'a despicat, şi cenuşa de pe el s'a vărsat, după semnul pe care -l dăduse omul lui Dumnezeu, potrivit cu cuvîntul Domnului.
6Και απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Δεηθητι, παρακαλω, Κυριου του Θεου σου και προσευχηθητι υπερ εμου, δια να επιστρεψη η χειρ μου προς εμε. Και εδεηθη ο ανθρωπος του Θεου προς τον Κυριον, και επεστρεψεν η χειρ του βασιλεως προς αυτον και αποκατεσταθη ως το προτερον.
6Atunci împăratul a luat cuvîntul, şi a zis omului lui Dumnezeu: ,,Roagă-te Domnului, Dumnezeului tău, şi cere -I să-mi pot trage mîna înapoi.`` Omul lui Dumnezeu s'a rugat Domnului şi împăratul a putut să-şi tragă înapoi mîna, care s'a făcut sănătoasă ca mai înainte.
7Και ειπεν ο βασιλευς προς τον ανθρωπον του Θεου, Εισελθε μετ' εμου εις τον οικον και λαβε τροφην, και θελω σοι δωσει δωρα.
7Împăratul a zis omului lui Dumnezeu: ,,Intră cu mine în casă, să iei ceva de mîncare, şi-ţi voi da un dar.``
8Αλλ' ο ανθρωπος του Θεου ειπε προς τον βασιλεα, Το ημισυ του οικου σου αν μοι δωσης, δεν θελω εισελθει μετα σου· ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ εν τω τοπω τουτω·
8Omul lui Dumnezeu a zis împăratului: jumătate din casa ta să-mi dai, şi n'aş intra cu tine. Nu voi mînca pîne, şi nu voi bea apă în locul acesta;
9διοτι ουτως ειναι προστεταγμενον εις εμε δια του λογου του Κυριου, λεγοντος, Μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ και μη επιστρεψης δια της οδου, δια της οποιας ηλθες.
9căci iată ce poruncă mi -a fost dată; prin cuvîntul Domnului: ,,Să nu mănînci pîne nici să bei apă, şi nici să nu te întorci pe drumul pe care te vei duce.``
10Και ανεχωρησε δι' αλλης οδου και δεν επεστρεψε δια της οδου, δια της οποιας ηλθεν εις Βαιθηλ.
10El a plecat pe un alt drum, şi nu s'a întors pe drumul pe care venise la Betel.
11[] Κατωκει δε εν Βαιθηλ γερων τις προφητης· και ηλθον οι υιοι αυτου και διηγηθησαν προς αυτον παντα τα εργα, τα οποια εκαμεν ο ανθρωπος του Θεου την ημεραν εκεινην εν Βαιθηλ· διηγηθησαν δε προς τον πατερα αυτων και τους λογους, τους οποιους ελαλησε προς τον βασιλεα.
11În Betel locuia un prooroc bătrîn. Fiii săi au venit şi i-au istorisit toate lucrurile pe care le făcuse omul lui Dumnezeu la Betel în ziua aceea, precum şi cuvintele pe cari le spusese împăratului. După ce au istorisit tatălui lor toate,
12Και ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Δια τινος οδου ανεχωρησεν; ειχον δε ιδει οι υιοι αυτου δια τινος οδου ανεχωρησεν ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα.
12el le -a zis: ,,Pe ce drum a plecat?`` Fiii săi văzuseră pe ce drum plecase omul lui Dumnezeu, care venise din Iuda.
13Και ειπε προς τους υιους αυτου, Ετοιμασατε μοι την ονον. Και ητοιμασαν εις αυτον την ονον· και εκαθησεν επ' αυτην,
13Şi a zis fiilor săi: ,,Puneţi-mi şaua pe măgar.`` I-au pus şaua pe măgar, şi a încălecat pe el.
14και υπηγε κατοπιν του ανθρωπου του Θεου και ευρηκεν αυτον καθημενον υπο δρυν· και ειπε προς αυτον, συ εισαι ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα; Ο δε ειπεν, Εγω.
14S'a dus după omul lui Dumnezeu, şi l -a găsit stînd supt un stejar. Şi i -a zis: ,,Tu eşti omul lui Dumnezeu care a venit din Iuda?`` El a răspuns: ,,Eu sînt.``
15Και ειπε προς αυτον, Ελθε μετ' εμου εις την οικιαν και φαγε αρτον.
15Atunci el i -a zis: ,,Vino cu mine acasă, şi să iei ceva să mănînci.``
16Ο δε ειπε, Δεν δυναμαι να επιστρεψω μετα σου ουδε να ελθω μετα σου· ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ μετα σου εν τω τοπω τουτω·
16Dar el a răspuns: ,,Nu pot nici să mă întorc cu tine, nici să intru la tine. Nu voi mînca pîne şi nici nu voi bea apă cu tine în locul acesta;
17διοτι ελαληθη προς εμε δια του λογου του Κυριου, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ εκει, μηδε επιστρεψης υπαγων δια της οδου δια της οποιας ηλθες.
17căci mi s'a spus, prin cuvîntul Domnului: ,Să nu mănînci pîne nici să nu bei apă acolo, şi nici să nu te întorci pe drumul pe care te vei duce.``
18Ειπε δε προς αυτον, Και εγω προφητης ειμαι, καθως συ· και αγγελος ελαλησε προς εμε δια του λογου του Κυριου, λεγων, Επιστρεψον αυτον μετα σου εις την οικιαν σου, δια να φαγη αρτον και να πιη υδωρ. Εψευσθη δε προς αυτον.
18Şi el i -a zis: ,,Şi eu sînt prooroc ca tine; şi un înger mi -a vorbit din partea Domnului, şi mi -a zis: ,Adu -l acasă cu tine ca să mănînce pîne şi să bea apă.`` Îl minţea.
19Και επεστρεψε μετ' αυτου και εφαγεν αρτον εν τω οικω αυτου και επιεν υδωρ.
19Omul lui Dumnezeu s'a întors cu el, şi a mîncat pîne şi a băut apă în casa lui.
20Και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον προφητην τον επιστρεψαντα αυτον·
20Pe cînd stăteau ei la masă, cuvîntul Domnului a vorbit proorocului, care -l adusese înapoi.
21και εφωνησε προς τον ανθρωπον του Θεου τον ελθοντα εξ Ιουδα, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος. Επειδη παρηκουσας της φωνης του Κυριου και δεν εφυλαξας την εντολην, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου προσεταξεν εις σε,
21Şi el a strigat omului lui Dumnezeu care venise din Iuda: ,,Aşa vorbeşte Domnul: ,Pentrucă n'ai ascultat porunca Domnului, şi n'ai păzit porunca pe care ţi -o dăduse Domnul, Dumnezeul tău;
22αλλ' επεστρεψας και εφαγες αρτον και επιες υδωρ εν τω τοπω, περι του οποιου ειπε προς σε, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ· το σωμα σου δεν θελει εισελθει εις τον ταφον των πατερων σου.
22pentrucă te-ai întors, şi ai mîncat pîne şi ai băut apă, în locul despre care îţi spusese: ,Să nu mănînci pîne şi să nu bei apă acolo`, -trupul tău mort nu va intra în mormîntul părinţilor tăi.``
23[] Και αφου εφαγεν αρτον και αφου επιεν, ητοιμασεν εκεινος την ονον εις αυτον, εις τον προφητην τον οποιον επεστρεψε.
23Şi, dupăce a mîncat pîne şi a băut apă proorocul pe care -l întorsese, i -a pus şaua pe măgar.
24Και ανεχωρησεν· ευρε δε αυτον λεων καθ' οδον και εθανατωσεν αυτον· και το σωμα αυτου ητο ερριμμενον εν τη οδω· η δε ονος ιστατο πλησιον αυτου και ο λεων ιστατο πλησιον του σωματος.
24Omul lui Dumnezeu a plecat; şi a fost întîlnit pe drum de un leu care l -a omorît. Trupul lui mort era întins pe drum; măgarul a rămas lîngă el, şi leul stătea şi el lîngă trup.
25Και ιδου, ανδρες διαβαινοντες ειδον το σωμα ερριμμενον εν τη οδω και τον λεοντα ισταμενον πλησιον του σωματος· και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εν τη πολει, οπου κατωκει ο προφητης ο γερων.
25Şi nişte oameni cari treceau pe acolo, au văzut trupul întins în drum şi leul stînd lîngă trup; şi au spus lucrul acesta, la venirea lor în cetatea în care locuia proorocul cel bătrîn.
26Και οτε ηκουσεν ο προφητης ο επιστρεψας αυτον εκ της οδου, ειπεν, Ουτος ειναι ο ανθρωπος του Θεου, οστις παρηκουσε της φωνης του Κυριου· δια τουτο παρεδωκεν αυτον ο Κυριος εις τον λεοντα, και διεσπαραξεν αυτον και εθανατωσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς αυτον.
26Cînd a auzit lucrul acesta proorocul care întorsese depe drum pe omul lui Dumnezeu, a zis: ,,Este omul lui Dumnezeu, care n'a ascultat de porunca Domnului, şi Domnul l -a dat în ghearele leului care l -a sfîrşiat şi l -a omorît, după cuvîntul pe care i -l spusese Domnul.``
27Και ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Στρωσατε εις εμε την ονον. Και εστρωσαν.
27Apoi, îndreptîndu-se către fiii săi, a zis: ,,Puneţi-mi şaua pe măgar.`` Au pus şaua pe măgar,
28Και υπηγε και ευρηκε το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω, και την ονον και τον λεοντα ισταμενους πλησιον του σωματος· ο λεων δεν εφαγε το σωμα ουδε διεσπαραξε την ονον.
28şi el a plecat. A găsit trupul întins în drum, şi măgarul şi leul stînd lîngă trup. Leul nu mîncase trupul şi nu sfîşiase pe măgar.
29Και εσηκωσεν ο προφητης το σωμα του ανθρωπου του Θεου, και επεθεσεν αυτο επι την ονον, και ανεφερεν αυτον· και ηλθεν εις την πολιν ο προφητης ο γερων, δια να πενθηση και να θαψη αυτον.
29Proorocul a ridicat trupul omului lui Dumnezeu, l -a pus pe măgar, şi l -a dus înapoi; şi bătrînul prooroc s'a întors în cetate să -l jălească şi să -l îngroape.
30Και εθεσε το σωμα αυτου εν τω ταφω αυτου· και επενθησαν επ' αυτον, λεγοντες, Φευ αδελφε μου
30I -a pus trupul în mormînt şi l-au jălit, zicînd: ,,Vai, frate!``
31Και αφου εθαψεν αυτον, ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Αφου αποθανω, θαψατε και εμε εν τω ταφω, οπου εταφη ο ανθρωπος του Θεου· θεσατε τα οστα μου πλησιον των οστεων αυτου·
31Dupăce l -a îngropat, a zis fiilor săi: ,,Cînd voi muri, să mă îngropaţi în mormîntul în care este îngropat omul lui Dumnezeu; să-mi puneţi oasele lîngă oasele lui.
32διοτι θελει εξαπαντος εκτελεσθη το πραγμα, το οποιον εφωνησε δια του λογου του Κυριου κατα του θυσιαστηριου εν Βαιθηλ και κατα παντων των οικων των υψηλων τοπων, οιτινες ειναι εις τας πολεις της Σαμαρειας.
32Căci se va împlini cuvîntul pe care l -a strigat el din partea Domnului împotriva, altarului din Betel, şi împotriva tuturor capiştelor de înălţimi din cetăţile Samariei.``
33Μετα το πραγμα τουτο δεν επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εκ της οδου αυτου της κακης, αλλ' εκαμε παλιν εκ των εσχατων του λαου ιερεις των υψηλων τοπων· οστις ηθελε, καθιερονεν αυτον, και εγινετο ιερευς των υψηλων τοπων.
33După întîmplarea aceasta, Ieroboam nu s'a abătut de pe calea lui cea rea. A pus iarăş preoţi pentru înălţimi, luaţi din tot poporul: pe oricine dorea, îl sfinţea preot al înălţimilor.
34Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας εις τον οικον του Ιεροβοαμ, ωστε να εξολοθρευση και να αφανιση αυτον απο προσωπου της γης.
34Şi fapta aceasta a fost un prilej de păcătuire pentru casa lui Ieroboam, şi pentru aceasta a fost nimicită ea şi ştearsă de pe faţa pămîntului.