Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Job

16

1[] Τοτε ο Ιωβ απεκριθη και ειπε·
1Iov a luat cuvîntul şi a zis:
2Πολλα τοιαυτα ηκουσα· αθλιοι παρηγορηται εισθε παντες.
2,,Astfel de lucruri am auzit eu des; voi toţi sînteţi nişte mîngîietori supărăcioşi.
3Εχουσι τελος αι ματαιολογιαι; η τι σε ενθαρρυνει εις το να αποκρινησαι;
3Cînd se vor sfîrşi aceste vorbe în vînt? Şi pentruce atîta supărare în răspunsurile tale?
4Και εγω εδυναμην να λαλησω καθως σεις· εαν η ψυχη σας ητο εις τον τοπον της ψυχης μου, ηδυναμην να επισωρευσω λογους εναντιον σας, και να κινησω εναντιον σας την κεφαλην μου.
4Ca voi aş vorbi eu, de aţi fi în locul meu? V'aş copleşi cu vorbe, aş da din cap la voi,
5Ηθελον σας ενισχυσει με το στομα μου, και η κινησις των χειλεων μου ηθελε σας ανακουφισει.
5v'aş mîngîia cu gura, şi aş mişca din buze ca să vă uşurez durerea?
6[] Αν λαλω, ο πονος μου δεν ανακουφιζεται· και αν σιωπω, ποια ελαττωσις γινεται εις εμε;
6Dacă vorbesc, durerea nu mi s'alină, iar dacă tac, cu ce se micşorează?
7Αλλα τωρα με υπερεβαρυνεν· ηρημωσας πασαν την συνοδιαν μου.
7Dar acum, vai! El m'a stors de puteri... Mi-ai pustiit toată casa!
8Και αι ρυτιδες με τας οποιας με εσημειωσας, ειναι μαρτυρια· και η ισχνοτης μου ανισταμενη εις εμε, μαρτυρει επι του προσωπου μου.
8M'ai apucat, ca pe un vinovat; dovadă slăbiciunea mea, care se ridică şi mă învinuie în faţă.
9Με διασπαραττει ο εχθρος μου εν τω θυμω αυτου και με μισει· τριζει τους οδοντας αυτου εναντιον μου· οξυνει τους οφθαλμους αυτου επ' εμε.
9Mă sfîşie şi mă urmăreşte în mînia Lui, scrîşneşte din dinţi împotriva mea, mă loveşte şi mă străpunge cu privirea Lui.
10Ανοιγουσι το στομα αυτων κατ' εμου· με τυπτουσι κατα της σιαγονος υβριστικως· συνηχθησαν ομου επ' εμε.
10Ei deschid gura să mă mănînce, mă ocărăsc şi mă bat peste obraji, se învierşunează cu toţii după mine.
11Ο Θεος με παρεδωκεν εις τον αδικον, και με ερριψεν εις χειρας ασεβων.
11Dumnezeu mă lasă la bunul plac al celor nelegiuiţi, şi mă aruncă în mînile celor răi.
12Ημην εν ησυχια, και με κατεσπαραξε· και πιασας με απο του τραχηλου, με κατεσυντριψε, και με εθεσε σκοπον αυτου.
12Eram liniştit, şi m'a scuturat, m'a apucat de ceafă şi m'a zdrobit, a tras asupra mea ca într'o ţintă.
13Οι τοξοται αυτου με περιεκυκλωσαν· διαπερα τα νεφρα μου, και δεν φειδεται· εκχεει την χολην μου επι την γην.
13Săgeţile Lui mă înconjură de toate părţile; îmi străpunge rărunchii fără milă, îmi varsă fierea pe pămînt,
14Με συντριβει με πληγην επι πληγην· εδραμεν επ' εμε ως γιγας.
14mă frînge bucăţi, bucăţi, se aruncă asupra mea ca un războinic.
15Σακκον ερραψα επι το δερμα μου, και εμολυνα το κερας μου με χωμα.
15Mi-am cusut un sac pe piele, şi mi-am prăvălit capul în ţărînă.
16Το προσωπον μου κατεκαη υπο του κλαυθμου, και σκια θανατου ειναι επι των βλεφαρων μου·
16Plînsul mi -a înroşit faţa; şi umbra morţii este pe pleoapele mele.
17[] ενω αδικια δεν υπαρχει εν ταις χερσι μου, και η προσευχη μου ειναι καθαρα.
17Totuş n'am făcut nicio nelegiuire, şi rugăciunea mea totdeauna a fost curată.
18Ω γη, μη σκεπασης το αιμα μου, και ας μη υπαρχη τοπος δια την κραυγην μου,
18Pămîntule, nu-mi acoperi sîngele, şi vaietele mele să n'aibă margine!
19και τωρα, ιδου, ο μαρτυς μου ειναι εν τω ουρανω, και η μαρτυρια μου εν τοις υψιστοις.
19Chiar acum, martorul meu este în cer, apărătorul meu este în locurile înalte.
20Οι φιλοι μου ειναι οι εμπαιζοντες με· ο οφθαλμος μου σταλαζει δακρυα προς τον Θεον.
20Prietenii mei rîd de mine, dar eu mă rog lui Dumnezeu cu lacrămi,
21Να ητο δυνατον να διαδικαζηται τις προς τον Θεον, ως ανθρωπος προς τον πλησιον αυτου.
21să facă dreptate omului înaintea lui Dumnezeu, şi fiului omului împotriva prietenilor lui.
22Διοτι ηλθον τα ηριθμημενα ετη· και θελω υπαγει την οδον, οποθεν δεν θελω επιστρεψει.
22Căci numărul anilor mei se apropie de sfîrşit, şi mă voi duce pe o cărare de unde nu mă voi mai întoarce.