1[] Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι' εμε.
1Mi se pierde suflarea, mi se sting zilele, mă aşteaptă mormîntul.
2Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων;
2Sînt înconjurat de batjocoritori, şi ochiul meu trebuie să privească spre ocările lor.
3Ασφαλισον με, δεομαι· γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου· τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε;
3Pune-Te singur zălog pentru mine înaintea Ta; altfel, cine ar putea răspunde pentru mine?
4Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως· δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους.
4Căci le-ai încuiat inima în faţa priceperii. De aceea nici nu -i vei lăsa să biruie.
5Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι.
5Cine dă pe prieteni să fie prădaţi, copiilor aceluia li se vor topi ochii.
6Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων· και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος.
6M'a făcut de basmul oamenilor, şi ca unul pe care -l scuipi în faţă!
7Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια.
7Ochiul mi se întunecă de durere; toate mădularele mele sînt ca o umbră.
8Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου.
8Oamenii fără prihană sînt înmărmuriţi de aceasta, şi cel nevinovat se răscoală împotriva celui nelegiuit.
9Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου.
9Cel fără prihană rămîne totuş tare pe calea lui, cel cu mînile curate se întăreşte tot mai mult.
10[] σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα· διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας.
10Dar voi toţi, întoarceţi-vă, veniţi iarăş cu cuvîntările voastre, şi vă voi arăta că între voi niciunul nu e înţelept.
11Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου.
11Ce! mi s'au dus zilele, mi s'au nimicit planurile, planurile acelea făcute cu atîta iubire în inima mea...
12Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν· το φως ειναι πλησιον του σκοτους.
12Şi ei mai spun că noaptea este zi, că se apropie lumina, cînd întunerecul a şi venit!
13Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου· εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει.
13Cînd Locuinţa morţilor o aştept ca locuinţă, cînd în întunerec îmi voi înălţa culcuşul;
14Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου· προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι.
14cînd strig gropii: ,Tu eşti tatăl meu!` Şi viermilor: ,Voi sînteţi mama şi sora mea!`
15Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει;
15Unde mai este atunci nădejdea mea? Şi cine mai poate vedea nădejdea mea?
16εις το βαθος του αδου θελει καταβη· βεβαιως θελει αναπαυθη μετ' εμου εν τω χωματι.
16Ea se va pogorî cu mine la porţile locuinţei morţilor, cînd vom merge împreună. să ne odihnim în ţărînă.``