Greek: Modern

Romanian: Cornilescu

Job

30

1[] Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
1Şi acum!... Am ajuns de rîsul celor mai tineri de cît mine, pe ai căror părinţi nu -i socoteam vrednici să -i pun printre cînii turmei mele.
2Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
2Dar la ce mi-ar fi folosit puterea mînilor lor, cînd ei nu erau în stare să ajungă la bătrîneţă?
3Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι· εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον·
3Sfrijiţi de sărăcie şi foame, fug în locuri uscate, de multă vreme părăsite şi pustii.
4εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
4Smulg ierburile sălbatice de lîngă copăcei, şi n'au ca pîne de cît rădăcina de bucsau.
5Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι· εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.
5Sînt izgoniţi din mijlocul oamenilor, strigă lumea după ei ca după nişte hoţi.
6Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
6Locuiesc în văi îngrozitoare, în peşterile pămîntului şi în stînci.
7Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο· υποκατω των ακανθων συνηγοντο·
7Urlă printre stufişuri, şi se adună supt mărăcini.
8αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
8Fiinţe mîrşave şi dispreţuite, -sînt izgoniţi din ţară.
9Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
9Şi acum, astfel de oameni mă pun în cîntecele lor, am ajuns de batjocura lor.
10Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
10Mă urăsc, mă ocolesc, mă scuipă în faţă.
11Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
11Nu se mai sfiesc şi mă înjosesc, nu mai au niciun frîu înaintea mea.
12Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι· απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
12Ticăloşii aceştia se scoală la dreapta mea, şi îmi împing picioarele, şi îşi croiesc cărări împotriva mea ca să mă peardă.
13Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
13Îmi nimicesc cărarea şi lucrează ca să mă prăpădească, ei, cărora nimeni nu le-ar veni în ajutor.
14Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
14Ca printr'o largă spărtură străbat spre mine, se năpustesc supt pocnetul dărîmăturilor.
15[] Τρομοι εστραφησαν επ' εμε· καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος· και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
15Mă apucă groaza. Slava îmi este spulberată ca de vînt, ca un nor a trecut fericirea mea.
16Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου· ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
16Şi acum, mi se topeşte sufletul în mine, şi m'au apucat zilele suferinţei.
17Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
17Noaptea mă pătrunde şi-mi smulge oasele, durerea care mă roade nu încetează.
18Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου· με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
18De tăria suferinţei haina îşi pierde faţa, mi se lipeşte de trup ca o cămaşă.
19Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
19Dumnezeu m'a aruncat în noroi, şi am ajuns ca ţărîna şi cenuşa.
20Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι· ισταμαι, και με παραβλεπεις.
20Strig către Tine, şi nu-mi răspunzi; stau în picioare, şi nu mă vezi.
21Εγεινες ανελεημων προς εμε· δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
21Eşti fără milă împotriva mea, lupţi împotriva mea cu tăria mînii Tale.
22Με εσηκωσας επι τον ανεμον· με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
22Mă ridici, îmi dai drumul pe vînt, şi mă nimiceşti cu suflarea furtunii.
23Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
23Căci ştiu că mă duci la moarte, în locul unde se întîlnesc toţi cei vii.
24Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
24Dar cel ce se prăbuşeşte nu-şi întinde mînile? Cel în nenorocire nu cere ajutor?
25Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
25Nu plîngeam eu pe cel amărît? N'avea inima mea milă de cel lipsit?
26Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον· και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
26Mă aşteptam la fericire, şi cînd colo, nenorocirea a venit peste mine; trăgeam nădejde de lumină, şi cînd colo, a venit întunerecul.
27Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν· ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
27Îmi ferb măruntaiele fără încetare, m'au apucat zilele de durere.
28Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου· εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
28Umblu înegrit, dar nu de soare. Mă scol în plină adunare, şi strig ajutor.
29Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
29Am ajuns frate cu şacalii, tovarăş cu struţii.
30Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
30Pielea mi se înegreşte şi cade, iar oasele îmi ard şi se usucă.
31Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.
31Arfa mea s'a prefăcut în instrument de jale, şi cavalul meu scoate sunete plîngătoare.