1[] Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν·
1Iov a luat din nou cuvîntul în pilde, şi a zis:
2Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν·
2,,Oh! cum nu pot să fiu ca în lunile trecute, ca în zilele cînd mă păzea Dumnezeu,
3οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει·
3cînd candela Lui strălucea deasupra capului meu, şi Lumina lui mă călăuzea în întunerec!
4καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου·
4Cum nu sînt ca în zilele puterii mele, cînd Dumnezeu veghea ca un prieten peste cortul meu,
5οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου·
5cînd Cel Atotputernic încă era cu mine, şi cînd copiii mei stăteau în jurul meu;
6οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου·
6cînd mi se scăldau paşii în smîntînă, şi stînca vărsa lîngă mine pîraie de untdelemn!
7[] οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια
7Dacă ieşeam să mă duc la poarta cetăţii, şi dacă îmi pregăteam un scaun în piaţă,
8Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο· και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.
8tinerii se trăgeau înapoi la apropierea mea, bătrînii se sculau şi stăteau în picioare.
9Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.
9Mai marii îşi opriau cuvîntările, şi îşi puneau mîna la gură.
10Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.
10Glasul căpeteniilor tăcea, şi li se lipea limba de cerul gurii.
11Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου·
11Urechea care mă auzea, mă numea fericit, ochiul care mă vedea mă lăuda.
12διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.
12Căci scăpam pe săracul care cerea ajutor, şi pe orfanul lipsit de sprijin.
13Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε· και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.
13Binecuvîntarea nenorocitului venea peste mine, umpleam de bucurie inima văduvei.
14Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.
14Mă îmbrăcam cu dreptatea şi -i slujeam de îmbrăcăminte, neprihănirea îmi era manta şi turban.
15Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.
15Orbului îi eram ochi, şi şchiopului picior.
16Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.
16Celor nenorociţi le eram tată, şi cercetam pricina celui necunoscut.
17Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.
17Rupeam falca celui nedrept, şi -i smulgeam prada din dinţi.
18[] Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.
18Atunci ziceam: ,În cuibul meu voi muri, zilele mele vor fi multe ca nisipul.
19Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.
19Apa va pătrunde în rădăcinile mele, roua va sta toată noaptea peste ramurile mele.
20Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.
20Slava mea va înverzi neîncetat, şi arcul îmi va întineri în mînă.`
21Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.
21Oamenii mă ascultau şi aşteptau, tăceau înaintea sfaturilor mele.
22Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.
22După cuvîntările mele, niciunul nu răspundea, şi cuvîntul meu era pentru toţi o rouă binefăcătoare.
23Και με περιεμενον ως την βροχην· και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.
23Mă aşteptau ca pe ploaie, căscau gura ca după ploaia de primăvară.
24Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον· και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.
24Cînd li se muia inima, le zîmbeam. şi nu puteau izgoni seninătatea de pe fruntea mea.
25Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.
25Îmi plăcea să mă duc la ei, şi mă aşezam în fruntea lor; eram ca un împărat în mijlocul unei oştiri, ca un mîngîietor lîngă nişte întristaţi.