1[] <<Ψαλμος του Δαβιδ, οτε μετεβαλε τον τροπον αυτου εμπροσθεν του Αβιμελεχ· ουτος δε απελυσεν αυτον, και απηλθε.>> Θελω ευλογει τον Κυριον εν παντι καιρω· η αινεσις αυτου θελει εισθαι διαπαντος εν τω στοματι μου.
1(Un psalm alcătuit de David, cînd a făcut pe nebunul în faţa lui Abimelec, şi a plecat izgonit de el.) Voi binecuvînta pe Domnul în orice vreme; lauda Lui va fi totdeauna în gura mea.
2Εις τον Κυριον θελει καυχασθαι η ψυχη μου· οι ταπεινοι θελουσιν ακουσει, και θελουσι χαρη.
2Să mi se laude sufletul în Domnul! Să asculte cei nenorociţi şi să se bucure.
3Μεγαλυνατε τον Κυριον μετ' εμου, και ας υψωσωμεν ομου το ονομα αυτου.
3Înălţaţi pe Domnul, împreună cu mine. Să lăudăm cu toţii Numele Lui! -
4Εξεζητησα τον Κυριον, και επηκουσε μου, και εκ παντων των φοβων μου με ηλευθερωσεν.
4Eu am căutat pe Domnul, şi mi -a răspuns: m'a izbăvit din toate temerile mele.
5Απεβλεψαν προς αυτον και εφωτισθησαν, και τα προσωπα αυτων δεν κατησχυνθησαν.
5Cînd îţi întorci privirile spre El, te luminezi de bucurie, şi nu ţi se umple faţa de ruşine.
6Ουτος ο πτωχος εκραξε, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτου εσωσεν αυτον.
6Cînd strigă un nenorocit, Domnul aude, şi -l scapă din toate necazurile lui.
7Αγγελος Κυριου στρατοπεδευει κυκλω των φοβουμενων αυτον και ελευθερονει αυτους.
7Îngerul Domnului tăbărăşte în jurul celor ce se tem de El, şi -i scapă din primejdie.
8Γευθητε και ιδετε οτι αγαθος ο Κυριος· μακαριος ο ανθρωπος ο ελπιζων επ' αυτον.
8Gustaţi şi vedeţi ce bun este Domnul! Ferice de omul care se încrede în El!
9Φοβηθητε τον Κυριον, οι αγιοι αυτου· διοτι δεν υπαρχει στερησις εις τους φοβουμενους αυτον.
9Temeţi-vă de Domnul, voi, sfinţii Lui, căci de nimic nu duc lipsă cei ce se tem de El!
10Οι πλουσιοι πτωχευουσι και πεινωσιν· αλλ' οι εκζητουντες τον Κυριον δεν στερουνται ουδενος αγαθου.
10Puii de leu duc lipsă, şi li -i foame, dar cei ce caută pe Domnul nu duc lipsă de nici un bine.
11[] Ελθετε, τεκνα, ακουσατε μου· τον φοβον του Κυριου θελω σας διδαξει.
11Veniţi, fiilor, şi ascultaţi-mă, căci vă voi învăţa frica Domnului.
12Τις ειναι ο ανθρωπος οστις θελει ζωην, αγαπα ημερας, δια να ιδη καλον;
12Cine este omul, care doreşte viaţa, şi vrea să aibă parte de zile fericite?
13Φυλαττε την γλωσσαν σου απο κακου, και τα χειλη σου απο του να λαλωσι δολον·
13Fereşte-ţi limba de rău, şi buzele de cuvinte înşelătoare!
14Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον· ζητει ειρηνην και κυνηγει αυτην.
14Depărtează-te de rău, şi fă binele; caută pacea, şi aleargă după ea!
15Οι οφθαλμοι του Κυριου ειναι επι τους δικαιους, και τα ωτα αυτου εις την κραυγην αυτων.
15Ochii Domnului sînt peste cei fără prihană, şi urechile Lui iau aminte la strigătele lor.
16Το προσωπον του Κυριου ειναι κατα των πραττοντων κακον, δια να αφανιση απο της γης το μνημοσυνον αυτων.
16Domnul Îşi întoarce Faţa împotriva celor răi, ca să le şteargă pomenirea de pe pămînt.
17Εκραξαν οι δικαιοι, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτων ελευθερωσεν αυτους.
17Cînd strigă cei fără prihană, Domnul aude, şi -i scapă din toate necazurile lor.
18Ο Κυριος ειναι πλησιον των συντετριμμενων την καρδιαν, και σωζει τους ταπεινους το πνευμα.
18Domnul este aproape de cei cu inima înfrîntă, şi mîntuieşte pe cei cu duhul zdrobit.
19Πολλαι αι θλιψεις του δικαιου, αλλ' εκ πασων τουτων θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος.
19De multe ori vine nenorocirea peste cel fără prihană, dar Domnul îl scapă totdeauna din ea.
20Αυτος φυλαττει παντα τα οστα αυτου· ουδεν εκ τουτων θελει συντριφθη.
20Toate oasele i le păzeşte, ca niciunul din ele să nu i se sfărîme.
21Η κακια θελει θανατωσει τον αμαρτωλον· και οι μισουντες τον δικαιον θελουσιν απολεσθη.
21Pe cel rău îl omoară nenorocirea, dar vrăjmaşii celui fără prihană sînt pedepsiţi.
22Ο Κυριος λυτρονει την ψυχην των δουλων αυτου, και δεν θελουσιν απολεσθη παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον.
22Domnul scapă sufletul robilor Săi, şi niciunul din cei ce se încred în El, nu este osîndit.