1[] Ο δικαιος αποθνησκει και ουδεις βαλλει τουτο εν τη καρδια αυτου· και οι ανδρες ελεους συλλεγονται, χωρις να εννοη τις, αν ο δικαιος συλλεγεται απ' εμπροσθεν της κακιας.
1Праведник умирает, и никто не принимает этого к сердцу; и мужиблагочестивые восхищаются от земли , и никто не помыслит, что праведник восхищается отзла.
2Θελει εισελθει εις ειρηνην· οι περιπατουντες εν τη ευθυτητι αυτων, θελουσιν αναπαυθη εν ταις κλιναις αυτων.
2Он отходит к миру; ходящие прямым путем будутпокоиться на ложах своих.
3[] Σεις δε οι υιοι της μαγισσης, σπερμα μοιχου και πορνης, πλησιασατε εδω.
3Но приблизьтесь сюда вы, сыновья чародейки, семя прелюбодея иблудницы!
4Κατα τινος εντρυφατε; κατα τινος επλατυνατε το στομα, εξετεινατε την γλωσσαν; δεν εισθε τεκνα ανομιας, σπερμα ψευδους,
4Над кем вы глумитесь? против кого расширяете рот, высовываете язык?не дети ли вы преступления, семя лжи,
5φλογιζομενοι με τα ειδωλα υπο παν δενδρον πρασινον, σφαζοντες τα τεκνα εν ταις φαραγξιν, υπο τους κρημνους των βραχων;
5разжигаемые похотью к идолам под каждым ветвистым деревом, заколающие детей при ручьях, между расселинами скал?
6Η μερις σου ειναι μεταξυ των χαλικων των χειμαρρων· ουτοι, ουτοι ειναι η κληρονομια σου· και εις αυτους εξεχεας σπονδας, προσεφερες προσφοραν εξ αλφιτων· εις ταυτα θελω ευαρεστηθη;
6В гладких камнях ручьев доля твоя; они, они жребий твой; им ты делаешь возлияние иприносишь жертвы: могу ли Я быть доволен этим?
7Επι ορους υψηλου και μετεωρου εβαλες την κλινην σου· και εκει ανεβης δια να προσφερης θυσιαν.
7На высокой и выдающейся горе ты ставишь ложе твое и туда восходишь приносить жертву.
8Και οπισω των θυρων και των παραστατων εστησας το μνημοσυνον σου· διοτι εξεσκεπασας σεαυτην αποστατησασα απ' εμου και ανεβης· επλατυνας την κλινην σου και συνεφωνησας μετ' εκεινων· ηγαπησας την κλινην αυτων, εξελεξας τους τοπους·
8За дверью также и за косяками ставишь памяти твои; ибо, отвратившись от Меня, ты обнажаешься и восходишь; распространяешь ложе твое и договариваешься с теми из них, с которыми любишь лежать, высматриваешь место.
9υπηγες μαλιστα προς τον βασιλεα με χρισματα και ηυξησας τα αρωματα σου και απεστειλας μακραν τους πρεσβεις σου και εταπεινωσας σεαυτην μεχρις αδου.
9Ты ходила также к царю с благовонною мастью и умножила масти твои, и далеко посылала послов твоих, и унижалась до преисподней.
10Εκοπιασας εις το μακρος της οδου σου· και δεν ειπας, εις ματην κοπιαζω· ευρηκας το ζην δια της χειρος σου· δια τουτο δεν απεκαμες.
10От долгого пути твоего утомлялась, но не говорила: „надежда потеряна!"; все еще находила живость в руке твоей, и потому не чувствовала ослабления.
11Και τινα επτοηθης η εφοβηθης, ωστε να ψευσθης και να μη με ενθυμηθης μηδε να θεσης τουτο εν τη καρδια σου; δεν ειναι, διοτι εγω εσιωπησα, μαλιστα προ πολλου, δια τουτο συ δεν με εφοβηθης;
11Кого же ты испугалась и устрашилась, что сделалась неверною и Меня перестала помнить и хранить в твоем сердце? не от того ли, что Я молчал, и притом долго, ты перестала бояться Меня?
12Εγω θελω απαγγειλει την δικαιοσυνην σου και τα εργα σου· ομως δεν θελουσι σε ωφελησει.
12Я покажу правду твою и дела твои, – и они будут не в пользу тебе.
13[] Οταν αναβοησης, ας σε ελευθερωσωσιν οι συνηγμενοι σου· αλλ' ο ανεμος θελει αφαρπασει παντας αυτους· η ματαιοτης θελει λαβει αυτους· ο ελπιζων ομως επ' εμε θελει κληρονομησει την γην και αποκτησει το αγιον μου ορος.
13Когда ты будешь вопить, спасет ли тебя сборище твое?– всех их унесет ветер, развеет дуновение; а надеющийся на Меня наследует землю и будет владеть святою горою Моею.
14Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου.
14И сказал: поднимайте, поднимайте, ровняйте путь, убирайте преграду с пути народа Моего.
15Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος· Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω· και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων.
15Ибо так говорит Высокий и Превознесенный, вечно Живущий, – Святый имя Его: Я живу на высоте небес и во святилище, и также с сокрушенными исмиренными духом, чтобы оживлять дух смиренных и оживлять сердцасокрушенных.
16Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος· επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον.
16Ибо не вечно буду Я вести тяжбу ине до конца гневаться; иначе изнеможет предо Мною дух и всякое дыхание, Мною сотворенное.
17[] Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον· εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην· αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου.
17За грех корыстолюбия его Я гневался и поражал его, скрывал лицеи негодовал; но он, отвратившись, пошел по пути своего сердца.
18Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον· και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου.
18Я видел пути его, и исцелю его, и буду водить его и утешать его и сетующих его.
19Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων· ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος· και θελω ιατρευσει αυτον.
19Я исполню слово: мир, мир дальнему и ближнему, говорит Господь, и исцелю его.
20Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση· και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον.
20А нечестивые – как море взволнованное, которое не может успокоиться и которого воды выбрасывают ил и грязь.
21Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου.
21Нет мира нечестивым, говорит Бог мой.