1[] Αναβοησον δυνατα, μη φεισθης· υψωσον την φωνην σου ως σαλπιγγα και αναγγειλον προς τον λαον μου τας ανομιας αυτων και προς τον οικον Ιακωβ τας αμαρτιας αυτων.
1Взывай громко, не удерживайся; возвысь голос твой, подобно трубе, и укажи народу Моему на беззакония его, и дому Иаковлеву – на грехи его.
2Με ζητουσιν ομως καθ' ημεραν και επιθυμουσι να μανθανωσι τας οδους μου, ως εθνος το οποιον εκαμε δικαιοσυνην και δεν εγκατελιπε την κρισιν του Θεου αυτου· ζητουσι παρ' εμου κρισεις δικαιοσυνης· επιθυμουσι να πλησιαζωσιν εις τον Θεον.
2Они каждый день ищут Меня и хотят знать пути Мои, как бы народ,поступающий праведно и не оставляющий законов Бога своего; они вопрошают Меня о судах правды, желают приближения к Богу:
3[] Δια τι ενηστευσαμεν, λεγουσι, και δεν ειδες; εταλαιπωρησαμεν την ψυχην ημων και δεν εγνωρισας; Ιδου, εν τη ημερα της νηστειας σας ευρισκετε ηδονην και καταθλιβετε παντας τους μισθωτους σας.
3„Почему мы постимся, а Ты не видишь? смиряем души свои, а Ты не знаешь?" – Вот, в день поста вашего вы исполняете волю вашу и требуете тяжких трудов от других.
4Ιδου, νηστευετε δια δικας και εριδας και γρονθιζετε ασεβως· μη νηστευετε, καθως την σημερον, δια να ακουσθη ανωθεν η φωνη σας.
4Вот, вы поститесь для ссор и распрей и для того, чтобы дерзкою рукою бить других; вы не поститесь в это время так, чтобы голос ваш был услышан на высоте.
5Τοιαυτη ειναι η νηστεια, την οποιαν εγω εξελεξα; να ταλαιπωρη ο ανθρωπος την ψυχην αυτου μιαν ημεραν; να κλινη την κεφαλην αυτου ως σπαρτον και να υποστρονη σακκον και στακτην εις εαυτον; νηστειαν θελεις ονομασει τουτο και ημεραν δεκτην εις τον Κυριον;
5Таков ли тот пост, который Я избрал, день, в который томит человек душу свою, когда гнет голову свою, как тростник, и подстилает под себя рубище и пепел? Это ли назовешь постом и днем, угодным Господу?
6Η νηστεια την οποιαν εγω εξελεξα, δεν ειναι αυτη; το να λυης τους δεσμους της κακιας, το να διαλυης τα βαρεα φορτια και το να αφινης ελευθερους τους καταδεδυναστευμενους και το να συντριβης παντα ζυγον;
6Вот пост, который Я избрал: разреши оковы неправды, развяжи узы ярма, и угнетенных отпусти на свободу, и расторгни всякоеярмо;
7Δεν ειναι το να διαμοιραζης τον αρτον σου εις τον πεινωντα και να εισαγης εις την οικιαν σου τους αστεγους πτωχους; οταν βλεπης τον γυμνον, να ενδυης αυτον, και να μη κρυπτης σεαυτον απο της σαρκος σου;
7раздели с голодным хлеб твой, и скитающихся бедных введи в дом; когда увидишь нагого, одень его, и от единокровного твоего не укрывайся.
8[] Τοτε το φως σου θελει εκλαμψει ως η αυγη και η υγιεια σου ταχεως θελει βλαστησει· και η δικαιοσυνη σου θελει προπορευεσθαι εμπροσθεν σου· η δοξα του Κυριου θελει εισθαι η οπισθοφυλακη σου.
8Тогда откроется, как заря, свет твой, и исцеление твое скоро возрастет, и правда твоя пойдет пред тобою, и слава Господня будет сопровождать тебя.
9Τοτε θελεις κραζει και ο Κυριος θελει αποκρινεσθαι· θελεις φωναζει και εκεινος θελει λεγει, Ιδου, εγω. Εαν εκβαλης εκ μεσου σου τον ζυγον, την ανατασιν του δακτυλου και τους ματαιους λογους·
9Тогда ты воззовешь, и Господь услышит; возопиешь, и Он скажет: „вот Я!" Когда ты удалишь из среды твоей ярмо, перестанешь поднимать перст и говорить оскорбительное,
10και ανοιγης την ψυχην σου προς τον πεινωντα και ευχαριστης την τεθλιμμενην ψυχην· τοτε το φως σου θελει ανατελλει εν τω σκοτει και το σκοτος σου θελει εισθαι ως μεσημβρια.
10и отдашь голодному душу твою и напитаешь душу страдальца: тогда свет твой взойдет во тьме, и мрак твой будет как полдень;
11Και ο Κυριος θελει σε οδηγει παντοτε και χορταινει την ψυχην σου εν ανομβριαις και παχυνει τα οστα σου· και θελεις εισθαι ως κηπος ποτιζομενος και ως πηγη υδατος, της οποιας τα υδατα δεν εκλειπουσι.
11и будет Господь вождем твоим всегда, и во время засухи будет насыщать душу твою и утучнять кости твои, и тыбудешь, как напоенный водою сад и как источник, которого воды никогда не иссякают.
12Και οι απο σου θελουσιν οικοδομησει τας παλαιας ερημωσεις· θελεις ανεγειρει τα θεμελια πολλων γενεων· και θελεις ονομασθη, Ο επιδιορθωτης των χαλασματων, Ο ανορθωτης των οδων δια τον κατοικισμον.
12И застроятся потомками твоими пустыни вековые: ты восстановишь основания многих поколений, и будут называть тебя восстановителем развалин, возобновителем путей для населения.
13[] Εαν αποστρεψης τον ποδα σου απο του σαββατου, απο του να καμνης τα θεληματα σου εν τη αγια μου ημερα, και ονομαζης το σαββατον τρυφην, αγιαν ημεραν του Κυριου, εντιμον, και τιμας αυτο, μη ακολουθων τας οδους σου μηδε ευρισκων εν αυτω το θελημα σου μηδε λαλων τους λογους σου,
13Если ты удержишь ногу твою ради субботы от исполнения прихотей твоих во святый день Мой, и будешь называть субботу отрадою, святым днем Господним, чествуемым, и почтишь ее тем, что не будешь заниматься обычными твоими делами, угождать твоей прихоти и пустословить, –
14τοτε θελεις εντρυφα εν Κυριω· και εγω θελω σε ιππευσει επι τους υψηλους τοπους της γης και σε θρεψει με την κληρονομιαν του πατρος σου Ιακωβ· διοτι το στομα τον Κυριου ελαλησε.
14то будешь иметь радость в Господе,и Я возведу тебя на высоты земли и дам вкусить тебе наследие Иакова, отца твоего: уста Господни изрекли это.