1[] Εζητηθην παρα των μη ερωτωντων περι εμου· ευρεθην παρα των ζητουντων με· ειπα, Ιδου, εγω, ιδου, εγω, προς εθνος μη καλουμενον με το ονομα μου.
1Я открылся не вопрошавшим обо Мне; Меня нашли не искавшие Меня. „Вот Я! вот Я!" говорил Я народу, не именовавшемуся именем Моим.
2Εξηπλωσα τας χειρας μου ολην την ημεραν προς λαον απειθη, περιπατουντα εν οδω ουχι καλη, οπισω των διαβουλιων αυτων,
2Всякий день простирал Я руки Мои к народу непокорному, ходившему путем недобрым, по своим помышлениям, –
3λαον παροξυνοντα με παντοτε κατα προσωπον μου, θυσιαζοντα εν κηποις και θυμιαζοντα επι πλινθων,
3к народу, который постоянно оскорбляет Меня в лице, приносит жертвы в рощах и сожигает фимиам на черепках,
4μενοντα εν τοις μνημασι και διανυκτερευοντα εν αποκρυφοις, τρωγοντα χοιρειον κρεας και εν τοις αγγειοις αυτου εχοντα ζωμον ακαθαρτων πραγματων,
4сидит в гробах и ночует в пещерах; ест свиное мясо, и мерзкое варево в сосудах у него;
5λεγοντα, Μακραν απ' εμου, μη με εγγισης, διοτι ειμαι αγιωτερος σου. Ουτοι ειναι καπνος εις τους μυκτηρας μου, πυρ καιομενον ολην την ημεραν.
5который говорит: „остановись, не подходи ко мне, потому что я святдля тебя". Они – дым для обоняния Моего, огонь, горящий всякий день.
6Ιδου, γεγραμμενον ειναι ενωπιον μου, δεν θελω σιωπησει αλλα θελω ανταποδωσει, ναι, θελω ανταποδωσει εις τους κολπους αυτων
6Вот что написано пред лицем Моим: не умолчу, но воздам, воздам в недро их
7τας ανομιας σας και τας ανομιας των πατερων σας ομου, λεγει Κυριος, οιτινες εθυμιασαν επι των ορεων και με εβλασφημησαν επι των λοφων· δια τουτο θελω αντιπληρωσει εις τους κολπους αυτων τα απ' αρχης εργα αυτων.
7беззакония ваши, говорит Господь, и вместе беззакония отцов ваших, которые воскуряли фимиам на горах, и на холмах поносили Меня; и отмерю в недра их прежние деяния их.
8[] Ουτω λεγει Κυριος· Καθως οταν ευρισκηται γλευκος εν τη σταφυλη, λεγουσι, Μη φθειρης αυτο, διοτι ειναι ευλογια εν αυτω· ουτω θελω καμει ενεκεν των δουλων μου, δια να μη εξολοθρευσω παντας.
8Так говорит Господь: когда в виноградной кисти находится сок, тогда говорят: „не повреди ее, ибо в ней благословение"; то же сделаю Я и ради рабов Моих, чтобы не всех погубить.
9Και θελω εξαξει σπερμα εξ Ιακωβ και κληρονομον των ορεων μου εξ Ιουδα· και οι εκλεκτοι μου θελουσι κληρονομησει αυτα και οι δουλοι μου θελουσι κατοικησει εκει.
9И произведу от Иакова семя, и от Иуды наследника гор Моих, инаследуют это избранные Мои, и рабы Мои будут жить там.
10Και ο Σαρων θελει εισθαι μανδρα των ποιμνιων και η κοιλας του Αχωρ τοπος εις αναπαυσιν των βουκολιων, δια τον λαον μου τον εκζητουντα με.
10И будет Сарон пастбищем для овец и долина Ахор – местом отдыха для волов народа Моего, который взыскал Меня.
11[] Εσας ομως, τους εγκαταλειποντας τον Κυριον, τους λησμονουντας το αγιον μου ορος, τους ετοιμαζοντας τραπεζαν εις τον Γαδην και τους καμνοντας σπονδην εις τον Μενι,
11А вас, которые оставили Господа, забыли святую гору Мою, приготовляете трапезу для Гада и растворяете полную чашу для Мени, –
12θελω σας αριθμησει δια την μαχαιραν και παντες θελετε κυψει εις την σφαγην· διοτι εκαλουν και δεν απεκρινεσθε· ελαλουν και δεν ηκουετε· αλλ' επραττετε το κακον ενωπιον μου και εξελεγετε το μη αρεστον εις εμε.
12вас обрекаю Я мечу, и все вы преклонитесь на заклание: потому что Я звал, и вы не отвечали; говорил, и вы не слушали, но делали злое в очах Моих и избирали то, что было неугодно Мне.
13Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, οι δουλοι μου θελουσι φαγει, σεις δε θελετε πεινασει· ιδου, οι δουλοι μου θελουσι πιει, σεις δε θελετε διψησει· ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν ευφρανθη, σεις δε θελετε αισχυνθη·
13Посему так говорит Господь Бог: вот, рабы Мои будут есть, а вы будете голодать; рабы Мои будут пить, а вы будете томиться жаждою;
14ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν αλαλαζει εν ευθυμια, σεις δε θελετε βοα εν πονω καρδιας και ολολυζει υπο καταθλιψεως πνευματος.
14рабы Мои будут веселиться, а вы будете в стыде; рабы Мои будут петь от сердечной радости, а вы будете кричать от сердечной скорби и рыдать от сокрушения духа.
15Και θελετε αφησει το ονομα σας εις τους εκλεκτους μου δια καταραν· διοτι Κυριος ο Θεος θελει σε θανατωσει και με αλλο ονομα θελει ονομασει τους δουλους αυτου,
15И оставите имя ваше избранным Моим для проклятия; и убьет тебя Господь Бог, а рабов Своих назовет иным именем,
16δια να μακαριζη εαυτον εις τον Θεον της αληθειας ο μακαριζων εαυτον επι της γης· και να ομνυη εις τον Θεον της αληθειας ο ομνυων επι της γης· διοτι αι προτεραι θλιψεις ελησμονηθησαν και διοτι εκρυφθησαν απο των οφθαλμων μου.
16которым кто будет благословлять себя на земле, будет благословляться Богом истины; и кто будет клясться на земле, будет клясться Богом истины, – потомучто прежние скорби будут забыты и сокрыты от очей Моих.
17[] Επειδη ιδου, νεους ουρανους κτιζω και νεαν γην· και δεν θελει εισθαι μνημη των προτερων ουδε θελουσιν ελθει εις τον νουν.
17Ибо вот, Я творю новое небо и новую землю, и прежние уже не будут воспоминаемы и не придут на сердце.
18Αλλ' ευφραινεσθε και χαιρετε παντοτε εις εκεινο το οποιον κτιζω· διοτι, ιδου, κτιζω την Ιερουσαλημ αγαλλιαμα και τον λαον αυτης ευφροσυνην.
18А вы будете веселиться и радоваться вовеки о том,что Я творю: ибо вот, Я творю Иерусалим веселием и народ его радостью.
19Και θελω αγαλλεσθαι εις την Ιερουσαλημ και ευφραινεσθαι εις τον λαον μου· και δεν θελει ακουσθη πλεον εν αυτη φωνη κλαυθμου και φωνη κραυγης.
19И буду радоваться о Иерусалиме и веселиться о народе Моем; и не услышится в нем более голос плача и голос вопля.
20Δεν θελει εισθαι πλεον εκει βρεφος ολιγοημερον και γερων οστις δεν επληρωσε τας ημερας αυτου· διοτι το παιδιον θελει αποθνησκει εκατον ετων, ο δε εκατον ετων αμαρτωλος θελει εισθαι επικαταρατος.
20Там не будет более малолетнего и старца, который не достигал бы полноты дней своих; ибо столетний будет умирать юношею, но столетний грешник будет проклинаем.
21Και θελουσιν οικοδομησει οικιας και κατοικησει, και θελουσι φυτευσει αμπελωνας και φαγει τον καρπον αυτων.
21И буду строить домы и жить в них, и насаждать виноградники и есть плоды их.
22δεν θελουσι κτισει αυτοι και αλλος να κατοικηση· δεν θελουσι φυτευσει αυτοι και αλλος να φαγη· διοτι αι ημεραι του λαου μου ειναι ως αι ημεραι του δενδρου και οι εκλεκτοι μου θελουσι παλαιωσει το εργον των χειρων αυτων.
22Не будут строить, чтобы другой жил, не будут насаждать, чтобы другой ел; ибо дни народаМоего будут, как дни дерева, и избранные Мои долго будут пользоваться изделием рук своих.
23Δεν θελουσι κοπιαζει εις ματην ουδε θελουσι τεκνοποιει δια καταστροφην· διοτι ειναι σπερμα των ευλογημενων του Κυριου και οι εκγονοι αυτων μετ' αυτων.
23Не будут трудиться напрасно и рождать детей на горе; ибо будут семенем, благословенным от Господа, и потомки их с ними.
24Και πριν αυτοι κραξωσιν, εγω θελω αποκρινεσθαι· και ενω αυτοι λαλουσιν, εγω θελω ακουει.
24И будет, прежде нежели они воззовут, Я отвечу; они еще будут говорить, и Я уже услышу.
25Ο λυκος και το αρνιον θελουσι βοσκεσθαι ομου, και ο λεων θελει τρωγει αχυρον ως ο βους· αρτος δε του οφεως θελει εισθαι το χωμα· εν ολω τω αγιω μου ορει δεν θελουσι καμνει ζημιαν ουδε φθοραν, λεγει Κυριος.
25Волк и ягненок будут пастись вместе, и лев, как вол, будет есть солому, а для змея прах будет пищею: они не будут причинять зла и вреда на всей святой горе Моей, говорит Господь.