1[] Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιερεμιαν περι της ανομβριας.
1Слово Господа, которое было к Иеремии по случаю бездождия.
2Ο Ιουδας πενθει και αι πυλαι αυτου ειναι περιλυποι· κοιτονται κατα γης μελανειμονουσαι· και ανεβη η κραυγη της Ιερουσαλημ.
2Плачет Иуда, ворота его распались, почернели на земле, и вопль поднимается в Иерусалиме.
3Και οι μεγιστανες αυτης απεστειλαν τους νεους αυτων δια υδωρ· ηλθον εις τα φρεατα, δεν ευρηκαν υδωρ· επεστρεψαν με τα αγγεια αυτων κενα· ησχυνθησαν και ενετραπησαν και εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων.
3Вельможи посылают слуг своих за водою; они приходят к колодезям и не находят воды; возвращаются с пустыми сосудами; пристыженные и смущенные, они покрывают свои головы.
4Επειδη η γη εσχισθη, διοτι δεν ητο βροχη επι της γης, οι γεωργοι ησχυνθησαν, εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων.
4Так как почва растрескалась от того, что не было дождя на землю, то и земледельцы в смущении и покрывают свои головы.
5Και η ελαφος ετι, γεννησασα εν τη πεδιαδι, εγκατελιπε το τεκνον αυτης, επειδη χορτος δεν ητο.
5Даже и лань рождает на поле и оставляет детей , потому что нет травы.
6Και οι αγριοι ονοι εσταθησαν επι τους υψηλους τοπους, ερροφουν τον αερα ως θωες· οι οφθαλμοι αυτων εμαρανθησαν, επειδη χορτος δεν ητο.
6И дикие ослы стоят на возвышенных местах и глотают, подобно шакалам, воздух; глаза их потускли, потому что нет травы.
7Κυριε, αν και αι ανομιαι ημων καταμαρτυρωσιν εναντιον ημων, καμε ομως δια το ονομα σου· διοτι αι αποστασιαι ημων επληθυνθησαν· εις σε ημαρτησαμεν.
7Хотя беззакония наши свидетельствуют против нас, но Ты, Господи, твори с нами ради имени Твоего; отступничество наше велико, согрешили мы пред Тобою.
8Ελπις του Ισραηλ, σωτηρ αυτου εν καιρω θλιψεως, δια τι ηθελες εισθαι ως παροικος εν τη γη και ως οδοιπορος εκκλινων εις καταλυμα;
8Надежда Израиля, Спаситель его во время скорби! Для чего Ты – как чужой в этой земле, как прохожий, который зашел переночевать?
9Δια τι ηθελες εισθαι ως ανθρωπος εκστατικος, ως ισχυρος μη δυναμενος να σωση; Αλλα συ, Κυριε, εν μεσω ημων εισαι, και το ονομα σου εκληθη εφ' ημας· μη εγκαταλιπης ημας.
9Для чего Ты – как человек изумленный, как сильный, не имеющий силы спасти? И однако же Ты, Господи, посреди нас, и Твое имя наречено наднами; не оставляй нас.
10[] Ουτω λεγει Κυριος προς τον λαον τουτον· Επειδη ηγαπησαν να πλανωνται και δεν εκρατησαν τους ποδας αυτων, δια τουτο ο Κυριος δεν ηυδοκησεν εις αυτους· τωρα θελει ενθυμηθη την ανομιαν αυτων και επισκεφθη τας αμαρτιας αυτων.
10Так говорит Господь народу сему: за то, что они любят бродить, неудерживают ног своих, за то Господь не благоволит к ним, припоминает ныне беззакония их и наказывает грехи их.
11Και ειπε Κυριος προς εμε, Μη προσευχου υπερ του λαου τουτου δια καλον.
11И сказал мне Господь: ты не молись о народе сем во благо ему.
12Και εαν νηστευσωσι, δεν θελω εισακουσει της κραυγης αυτων· και εαν προσφερωσιν ολοκαυτωματα και προσφοραν, δεν θελω ευδοκησει εις αυτα· αλλα θελω καταναλωσει αυτους εν μαχαιρα και εν πεινη και εν λοιμω.
12Если они будут поститься, Я не услышу вопля их; иесли вознесут всесожжение и дар, не приму их; но мечом и голодом, и моровою язвою истреблю их.
13Και ειπα, Ω, Κυριε Θεε, ιδου, οι προφηται λεγουσι προς αυτους, δεν θελετε ιδει μαχαιραν ουδε θελει εισθαι πεινα εις εσας, αλλα θελω σας δωσει ειρηνην ασφαλη εν τω τοπω τουτω.
13Тогда сказал я: Господи Боже! вот, пророки говорят им: „не увидите меча, и голода не будет у вас, но постоянный мир дам вам на сем месте".
14Και ειπε Κυριος προς εμε, Ψευδη προφητευουσιν οι προφηται εν τω ονοματι μου· εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα εις αυτους ουδε ελαλησα προς αυτους· αυτοι προφητευουσιν εις εσας ορασιν ψευδη και μαντειαν και ματαιοτητα και την δολιοτητα της καρδιας αυτων.
14И сказал мне Господь: пророки пророчествуют ложное именем Моим; Яне посылал их и не давал им повеления, и не говорил им;они возвещают вам видения ложные и гадания, и пустое и мечты сердца своего.
15Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι των προφητων των προφητευοντων εν τω ονοματι μου, ενω εγω δεν απεστειλα, αυτους αλλ' αυτοι λεγουσι, Μαχαιρα και πεινα δεν θελει εισθαι εν τω τοπω τουτω· εν μαχαιρα και εν πεινη θελουσι συντελεσθη οι προφηται εκεινοι.
15Поэтому так говорит Господь о пророках: они пророчествуют именем Моим, а Я не посылал их; они говорят: „меча и голода не будет на сей земле": мечом и голодом будут истреблены эти пророки,
16Ο δε λαος, εις τους οποιους αυτοι προφητευουσι, θελουσιν εισθαι ερριμμενοι εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ υπο πεινης και μαχαιρας· και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτους, τας γυναικας αυτων και τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων· και θελω εκχεει επ' αυτους την κακιαν αυτων.
16и народ, которому они пророчествуют, разбросан будет по улицам Иерусалима от голода и меча, и некому будет хоронить их, – они и жены их, и сыновья их, и дочери их; и Я изолью на них зло их.
17[] Δια τουτο θελεις ειπει προς αυτους τον λογον τουτον· Ας χυσωσιν οι οφθαλμοι μου δακρυα, νυκτα και ημεραν, και ας μη παυσωσι· διοτι η παρθενος, η θυγατηρ του λαου μου, συνετριφθη συντριμμα μεγα, πληγην οδυνηραν σφοδρα.
17И скажи им слово сие: да льются из глаз моих слезы ночь и день, и да не перестают; ибо великим поражением поражена дева, дочь народа моего, тяжким ударом.
18Εαν εξελθω εις την πεδιαδα, τοτε ιδου, οι πεφονευμενοι εν μαχαιρα· και εαν εισελθω εις την πολιν, τοτε ιδου, οι νενεκρωμενοι υπο της πεινης, ο δε προφητης ετι και ο ιερευς εμπορευονται επι της γης και δεν αισθανονται.
18Выхожу я на поле, – и вот, убитые мечом; вхожу в город, – и вотистаевающие от голода; даже и пророк и священник бродят по земле бессознательно.
19Απερριψας πανταπασι τον Ιουδαν; απεστραφη την Σιων η ψυχη σου; Δια τι επαταξας ημας, και δεν υπαρχει θεραπεια εις ημας; επροσμενομεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον· και τον καιρον της θεραπειας, και ιδου, ταραχη.
19Разве Ты совсем отверг Иуду? Разве душе Твоей опротивел Сион? Для чего поразил нас так, что нет нам исцеления? Ждем мира, и ничего доброго нет; ждем времени исцеления, и вот ужасы.
20Γνωριζομεν, Κυριε, την ασεβειαν ημων, την ανομιαν των πατερων ημων, οτι ημαρτησαμεν εις σε.
20Сознаем, Господи, нечестие наше, беззаконие отцов наших; ибо согрешили мы пред Тобою.
21Μη αποστραφης ημας, δια το ονομα σου· μη ατιμασης τον θρονον της δοξης σου· ενθυμηθητι, μη διασκεδασης την διαθηκην σου την προς ημας.
21Не отрини нас ради имени Твоего; не унижай престола славы Твоей: вспомни, не разрушай завета Твоего с нами.
22Υπαρχει μεταξυ των ματαιοτητων των εθνων διδους βροχην; η οι ουρανοι διδουσιν υετους; δεν εισαι συ αυτος ο δοτηρ, Κυριε Θεε ημων; δια τουτο θελομεν σε προσμενει· διοτι συ εκαμες παντα ταυτα.
22Есть ли между суетными богами языческими производящие дождь? или может ли небо само собою подавать ливень? не Ты ли это, Господи, Боже наш? На Тебя надеемся мы; ибо Ты творишь все это.