Greek: Modern

Russian 1876

Jeremiah

15

1[] Και ειπε Κυριος προς εμε, Και αν ο Μωυσης και ο Σαμουηλ ισταντο ενωπιον μου, η ψυχη μου δεν ηθελεν εισθαι υπερ του λαου τουτου· αποδιωξον αυτους απ' εμπροσθεν μου και ας εξελθωσι.
1И сказал мне Господь: хотя бы предстали пред лице Мое Моисей и Самуил, душа Моя не приклонится к народу сему; отгони их от лица Моего, пусть они отойдут.
2Και εαν ειπωσι προς σε, Που θελομεν εξελθει; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος· Οσοι ειναι δια τον θανατον, εις θανατον· και οσοι δια την μαχαιραν, εις μαχαιραν· και οσοι δια την πειναν, εις πειναν· και οσοι δια την αιχμαλωσιαν, εις αιχμαλωσιαν.
2Если же скажут тебе: „куда нам идти?", то скажи им: так говорит Господь: кто обречен на смерть, иди на смерть; и кто под меч, – под меч; и кто на голод, – на голод; и ктов плен, – в плен.
3Και θελω επιφερει επ' αυτους τεσσαρα ειδη, λεγει Κυριος· την μαχαιραν δια σφαγην, και τους κυνας δια σπαραγμον, και τα πετεινα του ουρανου, και τα θηρια της γης, δια να καταφαγωσι και να αφανισωσι.
3И пошлю на них четыре рода казней , говорит Господь: меч,чтобы убивать, и псов, чтобы терзать, и птиц небесных и зверей полевых, чтобы пожирать и истреблять;
4Και θελω παραδωσει αυτους εις διασποραν εν πασι τοις βασιλειοις της γης· εξ αιτιας του Μανασση, υιου Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα, δι' οσα επραξεν εν Ιερουσαλημ.
4и отдам их на озлобление всем царствам земли за Манассию, сына Езекии, царя Иудейского, за то, что он сделал в Иерусалиме.
5Διοτι τις θελει σε οικτειρει, Ιερουσαλημ; η τις θελει σε συλλυπηθη; η τις θελει στραφη δια να ερωτηση, Πως εχεις;
5Ибо кто пожалеет о тебе, Иерусалим? и кто окажет сострадание к тебе? и кто зайдет к тебе спросить о твоем благосостоянии?
6Συ με εγκατελιπες, λεγει Κυριος, υπηγες εις τα οπισω· δια τουτο θελω εκτεινει την χειρα μου επι σε και θελω σε αφανισει· απεκαμον ελεων.
6Ты оставил Меня, говорит Господь, отступил назад; поэтому Я простру на тебя руку Мою и погублю тебя: Я устал миловать.
7Και θελω εκλικμησει αυτους με το λικμητηριον εν ταις πυλαις της γης· θελω ατεκνωσει αυτους, θελω αφανισει τον λαον μου, διοτι δεν επιστρεφουσιν απο των οδων αυτων.
7Я развеваю их веялом за ворота земли; лишаю их детей, гублю народ Мой; но они не возвращаются с путей своих.
8Αι χηραι αυτων επληθυνθησαν ενωπιον μου υπερ την αμμον της θαλασσης· εφερα επ' αυτους, επι τας μητερας των νεων, λεηλατην εν μεσημβρια· επεφερα επ' αυτας εξαιφνης ταραχας και τρομους.
8Вдов их у Меня более, нежели песку в море; наведу на них, на матьюношей, опустошителя в полдень; нападет на них внезапно страх и ужас.
9Εκεινη, ητις εγεννησεν επτα, απεκαμε, παρεδωκε το πνευμα· ο ηλιος αυτης εδυσεν, ενω, ητο ετι ημερα· κατησχυνθη και εταραχθη· το δε υπολοιπον αυτων θελω παραδωσει εις την μαχαιραν εμπροσθεν των εχθρων αυτων, λεγει Κυριος.
9Лежит в изнеможении родившая семерых, испускает дыхание свое; еще днем закатилось солнце ее, она постыжена и посрамлена. И остаток их предам мечу пред глазами врагов их, говорит Господь.
10[] Ουαι εις εμε, μητερ μου, διοτι εγεννησας εμε ανδρα εριδος και ανδρα φιλονεικιας μεθ' ολης της γης. Ουτε ετοκισα ουτε με ετοκισαν· και ομως πας τις εξ αυτων με καταραται.
10„Горе мне, мать моя, что ты родила меня человеком, который спорит и ссорится со всеюземлею! никому не давал я в рост, и мне никто не давал в рост, а все проклинают меня".
11Ο Κυριος λεγει, Βεβαιως το υπολοιπον σου θελει εισθαι καλον· βεβαιως θελω μεσιτευσει υπερ σου προς τον εχθρον εν καιρω συμφορας και εν καιρω θλιψεως.
11Господь сказал: конец твой будет хорош, и Я заставлю врага поступать с тобою хорошо во время бедствия и во время скорби.
12Ο σιδηρος θελει συντριψει τον σιδηρον του βορρα και τον χαλκον;
12Может ли железо сокрушить железо северное и медь?
13Τα υπαρχοντα σου και τους θησαυρους σου θελω παραδωσει εις λεηλασιαν ανευ ανταλλαγματος, και τουτο δια πασας τας αμαρτιας σου και κατα παντα τα ορια σου.
13Имущество твое и сокровища твои отдам на расхищение, без платы, за все грехи твои, вовсех пределах твоих;
14Και θελω σε περασει μετα των εχθρων σου εις τοπον τον οποιον δεν γνωριζεις· διοτι πυρ εξηφθη εν τω θυμω μου, το οποιον θελει εκκαυθη καθ' υμων.
14и отправлю с врагами твоими в землю, которой ты не знаешь; ибо огоньвозгорелся в гневе Моем, – будет пылать на вас.
15[] Συ, Κυριε, γνωριζεις· ενθυμηθητι με και επισκεψαι με και εκδικησον με απο των καταδιωκοντων με· μη με αρπασης εν τη μακροθυμια σου· γνωρισον οτι δια σε υπεφερα ονειδισμον.
15О, Господи! Ты знаешь все ; вспомни обо мне и посети меня, и отмсти за меня гонителям моим; не погуби меня по долготерпению Твоему; Ты знаешь, что ради Тебя несу я поругание.
16Καθως ευρεθησαν οι λογοι σου, κατεφαγον αυτους· και ο λογος σου ητο εν εμοι χαρα και αγαλλιασις της καρδιας μου· διοτι το ονομα σου εκληθη επ' εμε, Κυριε Θεε των δυναμεων.
16Обретены слова Твои, и я съел их; и было слово Твое мне в радость и в веселие сердца моего; ибо имя Твое наречено на мне, Господи, Боже Саваоф.
17Δεν εκαθησα εν συνεδριω χλευαστων και συνευφρανθην· εκαθησα μονος εξ αιτιας της χειρος σου· διοτι συ με ενεπλησας αδημονιας.
17Не сидел я в собрании смеющихся и не веселился: под тяготеющею на мне рукою Твоею я сидел одиноко, ибо Ты исполнил меня негодования.
18Δια τι ο πονος μου ειναι παντοτεινος και η πληγη μου ανιατος, μη θελουσα να ιατρευθη; θελεις εισθαι διολου εις εμε ως ψευστης και ως υδατα απατηλα;
18За что так упорна болезнь моя, и рана моя так неисцельна, что отвергает врачевание? Неужели Ты будешь для меня как бы обманчивым источником, неверною водою?
19Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος· Εαν επιστρεψης, τοτε θελω σε αποκαταστησει παλιν, και θελεις ιστασθαι ενωπιον μου· και εαν αποχωρισης το τιμιον απο του αχρειου, θελεις εισθαι ως το στομα μου· αυτοι ας επιστρεψωσι προς σε, αλλα συ με επιστρεψης προς αυτους.
19На сие так сказал Господь: если ты обратишься, то Я восставлю тебя, и будешь предстоять пред лицем Моим; и если извлечешь драгоценное из ничтожного, то будешь как Мои уста. Они сами будут обращаться к тебе, а не ты будешь обращаться к ним.
20Και θελω σε καμει προς τουτον τον λαον οχυρον χαλκουν τειχος· και θελουσι σε πολεμησει, αλλα δεν θελουσιν υπερισχυσει εναντιον σου, διοτι εγω ειμαι μετα σου δια να σε σωζω και να σε ελευθερονω, λεγει Κυριος.
20И сделаю тебя для этого народа крепкою медною стеною; они будут ратовать против тебя, но не одолеют тебя, ибо Я с тобою, чтобы спасать иизбавлять тебя, говорит Господь.
21Και θελω σε ελευθερωσει εκ της χειρος των πονηρων και θελω σε λυτρωσει εκ της χειρος των καταδυναστευοντων.
21И спасу тебя от руки злых и избавлю тебя от руки притеснителей.