1[] Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,
1И было слово Господне ко мне:
2Υπαγε και βοησον εις τα ωτα της Ιερουσαλημ λεγων, Ουτω λεγει Κυριος· Ενθυμουμαι περι σου την προς σε ευμενειαν μου εν τη νεοτητι σου, την αγαπην της νυμφευσεως σου, οτε με ηκολουθεις εν τη ερημω, εν γη ασπαρτω·
2иди и возгласи в уши дщери Иерусалима: так говорит Господь: Я вспоминаю о дружестве юности твоей, о любви твоей, когда ты была невестою, когда последовала за Мною в пустыню, в землю незасеянную.
3ο Ισραηλ ητο αγιος εις τον Κυριον, απαρχη των γεννηματων αυτου· παντες οι κατατρωγοντες αυτον ησαν ενοχοι· κακον ηλθεν επ' αυτους, λεγει Κυριος.
3Израиль был святынею Господа, начатком плодов Его; все поедавшие его были осуждаемы, бедствие постигало их, говоритГосподь.
4Ακουσατε τον λογον του Κυριου, οικος Ιακωβ και πασαι αι συγγενειαι του οικου Ισραηλ·
4Выслушайте слово Господне, дом Иаковлев и все роды дома Израилева!
5Ουτω λεγει Κυριος· Ποιαν αδικιαν ευρηκαν εν εμοι οι πατερες σας, ωστε απεμακρυνθησαν απ' εμου και περιεπατηααν οπισω της ματαιοτητος και εματαιωθησαν;
5Так говорит Господь: какую неправду нашли во Мне отцы ваши, что удалились от Меня и пошли за суетою, и осуетились,
6και δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος, ο αναβιβασας ημας εκ γης Αιγυπτου, ο οδηγησας ημας δια της ερημου, δια τοπου ερημιας και χασματων, δια τοπου ανυδριας και σκιας θανατου, δια τοπου τον οποιον δεν επερασεν ανθρωπος και οπου ανθρωπος δεν κατωκησε;
6и не сказали: „где Господь, Который вывел нас из земли Египетской, вел нас по пустыне, по земле пустой и необитаемой, по земле сухой, по земле тени смертной, по которой никто не ходил и где не обитал человек?"
7Και σας εισηγαγον εις τοπον καρποφορον, δια να τρωγητε τους καρπους αυτου και τα αγαθα αυτου· αφου ομως εισηλθετε, εμιανατε την γην μου και κατεστησατε βδελυγμα την κληρονομιαν μου.
7И Я ввел вас в землю плодоносную, чтобы вы питались плодами ее и добром ее; а вы вошли и осквернили землю Мою, и достояние Мое сделали мерзостью.
8Οι ιερεις δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος; και οι κρατουντες τον νομον δεν με εγνωρισαν· και οι ποιμενες εγινοντο παραβαται εναντιον μου, και οι προφηται προεφητευον δια του Βααλ και περιεπατουν οπισω πραγματων ανωφελων.
8Священники не говорили: „где Господь?", и учители закона не знали Меня, и пастыри отпали от Меня, и пророки пророчествовали во имя Ваалаи ходили во след тех, которые не помогают.
9[] Δια τουτο ετι θελω κριθη με εσας, λεγει Κυριος, και με τους υιους των υιων σας θελω κριθη.
9Поэтому Я еще буду судиться с вами, говорит Господь, и с сыновьями сыновей ваших буду судиться.
10Διοτι διαβητε εις τας νησους των Κητιαιων και ιδετε· και πεμψατε εις Κηδαρ· και παρατηρησατε επιμελως, και ιδετε αν εσταθη τοιουτον πραγμα.
10Ибо пойдите на острова Хиттимские и посмотрите, и пошлите в Кидар и разведайте прилежно, и рассмотрите: было ли там что-нибудь подобное сему?
11Ηλλαξεν εθνος θεους, αν και ουτοι δεν ηναι θεοι; ο λαος μου ομως ηλλαξε την δοξαν αυτου με πραγμα ανωφελες.
11переменил ли какой народ богов своих , хотя они и не боги? а Мой народ променял славу свою на то, что не помогает.
12Εκπλαγητε, ουρανοι, δια τουτο, και φριξατε, συνταραχθητε σφοδρα, λεγει Κυριος.
12Подивитесь сему, небеса, и содрогнитесь, и ужаснитесь, говорит Господь.
13Διοτι δυο κακα επραξεν ο λαος μου· εμε εγκατελιπον, την πηγην των ζωντων υδατων, και εσκαψαν εις εαυτους λακκους, λακκους συντετριμμενους, οιτινες δεν δυνανται να κρατησωσιν υδωρ.
13Ибо два зла сделал народ Мой: Меня, источник воды живой, оставили, и высекли себе водоемы разбитые, которые не могутдержать воды.
14[] Μηπως ειναι δουλος ο Ισραηλ; η δουλος οικογενης; δια τι κατεσταθη λαφυρον;
14Разве Израиль раб? или он домочадец? почему он сделался добычею?
15Οι σκυμνοι εβρυχησαν επ' αυτον, εξεδωκαν την φωνην αυτων και κατεστησαν την γην αυτου ερημον· αι πολεις αυτου κατεκαησαν και εμειναν ακατοικητοι.
15Зарыкали на него молодые львы, подали голос свой исделали землю его пустынею; города его сожжены, без жителей.
16Οι υιοι προσετι της Νωφ και της Ταφνης συνετριψαν την κορυφην σου.
16И сыновья Мемфиса и Тафны объели темя твое.
17Δεν εκαμες τουτο συ εις σεαυτον, διοτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου οτε σε ωδηγει εν τη οδω;
17Не причинил ли ты себе это тем, что оставил Господа Бога твоего в то время, когда Онпутеводил тебя?
18Και τωρα τι εχεις να καμης εν τη οδω της Αιγυπτου, δια να πιης τα υδατα Σιωρ; η τι εχεις να καμης εν τη οδω της Ασσυριας, δια να πιης τα υδατα του ποταμου;
18И ныне для чего тебе путь в Египет, чтобы пить воду из Нила? и для чего тебе путь вАссирию, чтобы пить воду из реки ее?
19Η ασεβεια σου θελει σε παιδευσει και αι παραβασεις σου θελουσι σε ελεγξει· γνωρισον λοιπον και ιδε, οτι ειναι κακον και πικρον, το οτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου, και δεν ειναι ο φοβος μου εν σοι, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων.
19Накажет тебя нечестие твое, и отступничество твое обличит тебя; итак познай и размысли, как худо и горько то, что ты оставил Господа Бога твоего и страха Моего нет в тебе, говорит Господь Бог Саваоф.
20[] Επειδη προ πολλου συνετριψα τον ζυγον σου, διεσπασα τα δεσμα σου, και συ ειπας, δεν θελω σταθη παραβατης πλεον· ενω επι παντα υψηλον λοφον και υποκατω παντος δενδρου πρασινου περιεπλανηθης εκπορνευων.
20Ибо издавна Я сокрушил ярмо твое, разорвал узы твои, и ты говорил: „не буду служить идолам ", а между тем на всяком высоком холме и под всяким ветвистым деревом ты блудодействовал.
21Εγω δε σε εφυτευσα αμπελον εκλεκτην, σπερμα ολως αληθινον· πως λοιπον μετεβληθης εις παρεφθαρμενον κλημα αμπελου ξενης εις εμε;
21Я насадил тебя как благородную лозу, – самое чистое семя; какже ты превратилась у Меня в дикую отрасль чужой лозы?
22Δια τουτο και εαν πλυθης με νιτρον και πληθυνης εις σεαυτον το σμηγμα, η ανομια σου μενει σεσημειωμενη ενωπιον μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
22Посему, хотя бы ты умылся мылом и много употребил насебя щелоку, нечестие твое отмечено предо Мною, говорит Господь Бог.
23Πως δυνασαι να ειπης, δεν εμιανθην, δεν υπηγα οπισω των Βααλειμ; ιδε την οδον σου εν τη φαραγγι, γνωρισον τι επραξας· εισαι ταχεια δρομας διατρεχουσα εν ταις οδοις αυτης·
23Как можешь ты сказать: „я не осквернил себя, я не ходил во след Ваала?" Посмотри на поведение твое в долине, познай, что делала ты, резваяверблюдица, рыщущая по путям твоим?
24ονος αγρια συνειθισμενη εις την ερημον, αναπνεουσα τον αερα κατα την επιθυμιαν της καρδιας αυτης· την ορμην αυτης, τις δυναται να επιστρεψη αυτην; παντες οι ζητουντες αυτην δεν θελουσι κοπιαζει· εν τω μηνι αυτης θελουσιν ευρει αυτην.
24Привыкшую к пустыне дикую ослицу, в страсти душисвоей глотающую воздух, кто может удержать? Все, ищущие ее, не утомятся: в ее месяце они найдут ее.
25Κρατησον τον ποδα σου απο του να περιπατησης ανυποδητος, και τον λαρυγγα σου απο διψης· αλλα συ ειπας, εις ματην· ουχι· διοτι ηγαπησα ξενους και κατοπιν αυτων θελω υπαγει.
25Не давай ногам твоим истаптывать обувь, и гортани твоей – томиться жаждою. Но ты сказал: „не надейся, нет! ибо люблю чужих и буду ходить во след их".
26Καθως ο κλεπτης αισχυνεται οταν ευρεθη, ουτω θελει αισχυνθη ο οικος Ισραηλ, αυτοι, οι βασιλεις αυτων, οι αρχοντες αυτων και οι ιερεις αυτων και οι προφηται αυτων·
26Как вор, когда поймают его, бывает осрамлен, так осрамил себя дом Израилев: они, цари их, князья их, и священники их, и пророки их, –
27οιτινες λεγουσι προς το ξυλον, Πατηρ μου εισαι· και προς τον λιθον, Συ με εγεννησας· διοτι εστρεψαν νωτα προς εμε και ουχι προσωπον· εν τω καιρω ομως της συμφορας αυτων θελουσιν ειπει, Αναστηθι και σωσον ημας.
27говоря дереву: „ты мой отец", и камню: „ты родил меня"; ибо они оборотили ко Мне спину, а не лице; а во время бедствия своего будут говорить: „встань и спаси нас!"
28Και που ειναι οι θεοι σου, τους οποιους εκαμες εις σεαυτον; ας αναστηθωσιν, εαν δυνανται να σε σωσωσιν εν τω καιρω της συμφορας σου· διοτι κατα τον αριθμον των πολεων σου ησαν οι θεοι σου, Ιουδα.
28Где же боги твои, которых ты сделал себе? – пусть они встанут, если могут спасти тебя во время бедствия твоего; ибо сколько у тебя городов, столько и богов у тебя,Иуда.
29[] Δια τι ηθελετε κριθη μετ' εμου; σεις παντες εισθε παραβαται εις εμε, λεγει Κυριος.
29Для чего вам состязаться со Мною? – все вы согрешали против Меня, говорит Господь.
30Εις ματην επαταξα τα τεκνα σας· δεν εδεχθησαν διορθωσιν· η μαχαιρα σας κατεφαγε τους προφητας σας ως λεων εξολοθρευων.
30Вотще поражал Я детей ваших: они не приняли вразумления; пророков ваших поядал меч ваш, как истребляющий лев.
31Ω γενεα, ιδετε τον λογον του Κυριου· Εσταθην ερημος εις τον Ισραηλ, γη σκοτους; δια τι λεγει ο λαος μου, Ημεις ειμεθα κυριοι· δεν θελομεν ελθει πλεον προς σε;
31О, род! внемлите вы слову Господню: был ли Я пустынею для Израиля? был ли Я страною мрака? Зачем же народ Мой говорит: „мы сами себе господа; мы уже не придем к Тебе"?
32Δυναται η κορη να λησμονηση τους στολισμους αυτης, η νυμφη τον καλλωπισμον αυτης; και ομως ο λαος μου με ελησμονησεν ημερας αναριθμητους.
32Забывает ли девица украшение свое и невеста - наряд свой? а народ Мой забыл Меня, – нет числа дням.
33Δια τι καλλωπιζεις την οδον σου δια να ζητης εραστας; εις τροπον ωστε και εδιδαξας τας οδους σου εις τας κακας.
33Как искусно направляешь ты пути твои, чтобы снискать любовь! и для того даже к преступлениям приспособляла ты пути твои.
34Ετι εις τα κρασπεδα σου ευρεθησαν αιματα ψυχων πτωχων αθωων· δεν ευρηκα αυτα ανορυττων, αλλ' επι παντα ταυτα.
34Даже на полах одежды твоей находится кровь людей бедных, невинных, которых ты не застала при взломе, и, несмотря на все это,
35Και ομως λεγεις, Επειδη ειμαι αθωος, βεβαιως ο θυμος αυτου θελει αποστραφη απ' εμου. Ιδου, εγω θελω κριθη μετα σου, διοτι λεγεις, Δεν ημαρτησα.
35говоришь: „так как я невинна, то верно гнев Его отвратится от меня". Вот, Я буду судиться с тобою за то, что говоришь: „я не согрешила".
36Δια τι περιπλανασαι τοσον δια να αλλαξης την οδον σου; θελεις καταισχυνθη και υπο της Αιγυπτου, καθως κατησχυνθης υπο της Ασσυριας.
36Зачем ты так много бродишь, меняя путь твой? Ты так же будешь посрамлена и Египтом, как была посрамлена Ассириею;
37Ναι, θελεις εξελθει εντευθεν με τας χειρας σου επι την κεφαλην σου· διοτι ο Κυριος απεβαλε τας ελπιδας σου και δεν θελεις ευημερησει εις αυτας.
37и от него ты выйдешь, положив руки на голову, потому что отверг Господь надежды твои, и не будешь иметь с ними успеха.