1[] Λεγουσιν, Εαν τις αποβαλη την γυναικα αυτου και αναχωρηση απο αυτου και γεινη αλλου ανδρος, θελει επιστρεψει παλιν εκεινος προς αυτην; η γη εκεινη δεν θελει ολως μιανθη; συ επορνευσας μεν μετα πολλων εραστων· επιστρεψον δε παλιν προς εμε, λεγει Κυριος.
1Говорят: „если муж отпустит жену свою, и она отойдет от него и сделаетсяженою другого мужа, то может ли она возвратиться к нему? Не осквернилась ли бы этим страна та?" А ты со многими любовниками блудодействовала, – и однако же возвратись ко Мне, говорит Господь.
2Σηκωσον τους οφθαλμους σου προς τους υψηλους τοπους, και ιδε που δεν εσελγησας. Εν ταις οδοις εκαθησας δι' αυτους, ως ο Αραψ εν τη ερημω, και εμιανας την γην με τας πορνειας σου και με την κακιαν σου.
2Подними глаза твои на высоты и посмотри, где не блудодействовали с тобою? У дороги сидела ты для них, как Аравитянин в пустыне, и осквернила землю блудом твоим и лукавством твоим.
3Δια τουτο εκρατηθησαν αι βροχαι, και δεν εγεινε βροχη οψιμος· και συ ειχες το μετωπον της πορνης, απεβαλες πασαν εντροπην.
3За то были удержаны дожди, и не было дождя позднего; но у тебя был лоб блудницы, ты отбросила стыд.
4Δεν θελεις κραζει απο του νυν προς εμε, Πατερ μου, συ εισαι ο οδηγος της νεοτητος μου;
4Не будешь ли ты отныне взывать ко Мне: „Отец мой! Ты был путеводителем юности моей!
5Θελει διατηρει την οργην αυτου διαπαντος; θελει φυλαττει αυτην εως τελους; ιδου, ελαλησας και επραξας τα κακα, οσον ηδυνηθης.
5Неужели всегда будет Он во гневе? и неужели вечно будет удерживать его в Себе?" Вот, что говоришь ты, а делаешь зло и преуспеваешь в нем.
6[] Ο Κυριος ειπεν ετι προς εμε εν ταις ημεραις Ιωσιου του βασιλεως, Ειδες εκεινα, τα οποια Ισραηλ η αποστατις επραξεν; υπηγεν επι παν υψηλον ορος και υποκατω παντος πρασινου δενδρου και επορνευσεν εκει.
6Господь сказал мне во дни Иосии царя: видел ли ты, что делала отступница, дочь Израиля? Она ходила на всякую высокую гору и под всякоеветвистое дерево и там блудодействовала.
7Και αφου επραξε παντα ταυτα, ειπα, Επιστρεψον προς εμε· και δεν επεστρεψε. Και ειδε τουτο Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη.
7И после того, как она все это делала, Я говорил: „возвратись ко Мне"; но она не возвратилась; и видела это вероломная сестра ее Иудея.
8Και ειδον οτι ενω επειδη Ισραηλ η αποστατις εμοιχευσεν εγω απεπεμψα αυτην και εδωκα εις αυτην το γραμμα του διαζυγιου αυτης, Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν εφοβηθη αλλ' υπηγε και επορνευσε και αυτη.
8И Я видел, что, когда за все прелюбодейные действияотступницы, дочери Израиля, Я отпустил ее и дал ей разводное письмо, вероломная сестра ее Иудея не убоялась, а пошла и сама блудодействовала.
9Και με την διαφημισιν της πορνειας αυτης εμιανε τον τοπον και εμοιχευσε μετα των λιθων και μετα των ξυλων.
9И явным блудодейством она осквернила землю, и прелюбодействовала с камнем и деревом.
10Και εν πασι τουτοις Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν επεστρεψε προς εμε εξ ολης της καρδιας αυτης αλλα ψευδως, λεγει Κυριος.
10Но при всем этом вероломная сестра ее Иудея не обратилась ко Мне всем сердцем своим, а только притворно, говорит Господь.
11Και ειπε Κυριος προς εμε, Ισραηλ η αποστατις εδικαιωσεν εαυτην περισσοτερον παρα Ιουδας η απιστος.
11И сказал мне Господь: отступница, дочь Израилева, оказаласьправее, нежели вероломная Иудея.
12[] Υπαγε και διακηρυξον τους λογους τουτους προς τον βορραν και ειπε, Επιστρεψον, Ισραηλ η αποστατις, λεγει Κυριος, και δεν θελω καμει να πεση η οργη μου εφ' υμας· διοτι ελεημων ειμαι, λεγει Κυριος· δεν θελω φυλαττει την οργην διαπαντος.
12Иди и провозгласи слова сии к северу, и скажи: возвратись, отступница, дочь Израилева, говорит Господь. Я не изолью на васгнева Моего; ибо Я милостив, говорит Господь, – не вечно буду негодовать.
13Μονον γνωρισον την ανομιαν σου, οτι ημαρτησας εις Κυριον τον Θεον σου, και διηρεσας τας οδους σου εις τους ξενους υποκατω παντος πρασινου δενδρου, και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου, λεγει Κυριος.
13Признай только вину твою: ибо ты отступила от Господа Бога твоего и распутствовала с чужими под всяким ветвистым деревом, а гласа Моего вы не слушали, говорит Господь.
14Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, λεγει Κυριος, αν και εγω σας απεστραφην· και θελω σας λαβει ενα εκ πολεως και δυο εκ συγγενειας και θελω σας εισαξει εις την Σιων·
14Возвратитесь, дети-отступники, говорит Господь, потому что Я сочетался с вами, и возьму вас по одному из города, по два из племени, и приведувас на Сион.
15και θελω σας δωσει ποιμενας κατα την καρδιαν μου και θελουσι σας ποιμανει εν γνωσει και συνεσει.
15И дам вам пастырей по сердцу Моему, которые будут пасти вас с знанием и благоразумием
16Και οταν πληθυνθητε και αυξηνθητε επι της γης, εν εκειναις ταις ημεραις, λεγει Κυριος, δεν θελουσι προφερει πλεον, Η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου, ουδε θελει αναβη επι καρδιαν αυτων, ουδε θελουσιν ενθυμηθη αυτην, ουδε θελουσιν επισκεφθη, ουδε θελει κατασκευασθη πλεον.
16И будет, когда вы размножитесь и сделаетесь многоплодными на земле, в те дни, говорит Господь, не будут говорить более: „ковчег завета Господня"; он и на ум не придет, и не вспомнят о нем, и не будут приходить к нему, и его уже не будет.
17Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ονομασει την Ιερουσαλημ· θρονον του Κυριου· και παντα τα εθνη θελουσι συναχθη προς αυτην εν τω ονοματι του Κυριου, προς την Ιερουσαλημ· και δεν θελουσι περιπατησει πλεον οπισω της ορεξεως της πονηρας αυτων καρδιας.
17В то время назовут Иерусалим престолом Господа; и все народы ради имени Господа соберутся в Иерусалим и не будут более поступать по упорству злого сердца своего.
18Εν εκειναις ταις ημεραις ο οικος Ιουδα θελει περιπατησει μετα του οικου Ισραηλ, και θελουσιν ελθει ομου απο της γης του βορρα, εις την γην την οποιαν εκληροδοτησα εις τους πατερας σας.
18В те дни придет дом Иудин к дому Израилеву, и пойдут вместе из земли северной в землю, которую Я дал в наследие отцам вашим.
19Αλλ' εγω ειπα, Πως θελω σε καταταξει μεταξυ των τεκνων και δωσει εις σε γην επιθυμητην, ενδοξον κληρονομιαν των δυναμεων των εθνων; Και ειπα, Συ θελεις με κραξει, Πατερ μου· και δεν θελεις αποστρεψει απο οπισθεν μου.
19И говорил Я: как поставлю тебя в число детей и дам тебе вожделенную землю, прекраснейшее наследие множества народов? И сказал: ты будешь называть Меня отцом твоим и не отступишь от Меня.
20[] Βεβαιως καθως γυνη αθετει εις τον ανδρα αυτης, ουτως ηθετησατε εις εμε, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος.
20Но поистине, как жена вероломно изменяет другу своему,так вероломно поступили со Мною вы, дом Израилев, говоритГосподь.
21Φωνη ηκουσθη επι των υψηλων τοπων, κλαυθμος και δεησεις των υιων Ισραηλ· διοτι διεστρεψαν την οδον αυτων, ελησμονησαν Κυριον τον Θεον αυτων.
21Голос слышен на высотах, жалобный плач сынов Израиля о том, чтоони извратили путь свой, забыли Господа Бога своего.
22Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, και θελω ιατρευσει τας αποστασιας σας. Ιδου, ημεις ερχομεθα προς σε· διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος ημων.
22Возвратитесь, мятежные дети: Я исцелю вашу непокорность. – Вот, мы идем к Тебе, ибо Ты – Господь Бог наш.
23Τωοντι εις ματην ελπιζεται σωτηρια εκ των λοφων και εκ του πληθους των ορεων· μονον εν Κυριω τω Θεω ημων ειναι η σωτηρια του Ισραηλ.
23Поистине, напрасно надеялись мы на холмы и на множество гор; поистине, в Господе Боге нашем спасение Израилево!
24Διοτι η αισχυνη κατεφαγε τον κοπον των πατερων ημων εκ της νεοτητος ημων· τα ποιμνια αυτων και τας αγελας αυτων, τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων.
24От юности нашей эта мерзость пожирала труды отцов наших, овец их и волов их, сыновей их и дочерей их.
25Εν τη αισχυνη ημων κατακειμεθα, και η ατιμια ημων καλυπτει ημας· διοτι ημαρτησαμεν εις Κυριον τον Θεον ημων, ημεις και οι πατερες ημων, εκ της νεοτητος ημων εως της ημερας ταυτης, και δεν υπηκουσαμεν εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων.
25Мы лежим в стыде своем, и срам наш покрывает нас, потому что мы грешили пред Господом Богом нашим, – мы и отцы наши, от юности нашей и до сего дня, и не слушались голоса Господа Бога нашего.