1[] Εν τω αυτω καιρω, λεγει Κυριος, θελω εισθαι ο Θεος πασων των οικογενειων του Ισραηλ και αυτοι θελουσιν εισθαι λαος μου.
1В то время, говорит Господь, Я буду Богом всем племенам Израилевым, а они будут Моимнародом.
2Ουτω λεγει Κυριος· Ο λαος ο εναπολειφθεις απο της μαχαιρας ευρηκε χαριν εν τη ερημω· ο Ισραηλ υπηγε να ευρη αναπαυσιν.
2Так говорит Господь: народ, уцелевший от меча, нашел милость в пустыне; иду успокоить Израиля.
3Ο Κυριος εφανη παλαιοθεν εις εμε, λεγων, Ναι, σε ηγαπησα αγαπησιν η αιωνιον· δια τουτο σε ειλκυσα με ελεος.
3Издали явился мне Господь и сказал: любовью вечною Я возлюбил тебяи потому простер к тебе благоволение.
4Παλιν θελω σε οικοδομησει και θελεις οικοδομηθη, παρθενε του Ισραηλ· θελεις ευπρεπισθη παλιν με τα τυμπανα σου και θελεις εξερχεσθαι εις τους χορους των αγαλλομενων.
4Я снова устрою тебя, и ты будешь устроена, дева Израилева, снова будешь украшаться тимпанами твоими и выходить в хороводе веселящихся;
5Θελεις φυτευσει παλιν αμπελωνας επι των ορεων της Σαμαρειας· οι φυτευται θελουσι φυτευσει και θελουσι τρωγει τον καρπον.
5снова разведешь виноградники на горах Самарии;виноградари, которые будут разводить их, сами будут и пользоваться ими.
6Διοτι θελει εισθαι ημερα, καθ' ην οι φυλακες επι του ορους Εφραιμ θελουσι φωναζει, Σηκωθητε και ας αναβωμεν εις την Σιων προς Κυριον τον Θεον ημων.
6Ибо будет день, когда стражи на горе Ефремовой провозгласят: „вставайте, и взойдем на Сион к Господу Богу нашему".
7Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Ψαλλετε εν αγαλλιασει δια τον Ιακωβ και αλαλαξατε δια την κεφαλην των εθνων· κηρυξατε, αινεσατε και ειπατε, Σωσον, Κυριε, τον λαον σου το υπολοιπον του Ισραηλ.
7Ибо так говорит Господь: радостно пойте об Иакове и восклицайте пред главою народов: провозглашайте, славьте и говорите: „спаси, Господи, народ твой, остаток Израиля!"
8Ιδου εγω θελω φερει αυτους εκ της γης του βορρα, και θελω συναξει αυτους απο των εσχατων της γης, και μετ' αυτων τον τυφλον και τον χωλον, την εγκυον και την γεννωσαν ομου· συναθροισμα μεγα θελει επιστρεψει ενταυθα.
8Вот, Я приведу их из страны северной и соберу их с краев земли; слепой и хромой, беременная и родильница вместе с ними, – великий сонм возвратится сюда.
9Μετα κλαυθμου θελουσιν ελθει και μετα δεησεων θελω επαναφερει αυτους· θελω οδηγησει αυτους παρα ποταμους υδατων δι' ευθειας οδου, καθ' ην δεν θελουσι προσκοψει· διοτι ειμαι πατηρ εις τον Ισραηλ και ο Εφραιμ ειναι ο πρωτοτοκος μου.
9Они пошли со слезами, а Я поведу их с утешением; поведу их близпотоков вод дорогою ровною, на которой не споткнутся; ибо Я – отец Израилю, и Ефрем – первенец Мой.
10[] Ακουσατε, εθνη, τον λογον του Κυριου, και αναγγειλατε εις τας νησους τας μακραν και ειπατε, Ο διασκορπισας τον Ισραηλ θελει συναξει αυτον και θελει φυλαξει αυτον ως ο βοσκος το ποιμνιον αυτου.
10Слушайте слово Господне, народы, и возвестите островам отдаленным и скажите: „Кто рассеял Израиля, Тот и соберет его, и будет охранять его, как пастырь стадо свое";
11Διοτι ο Κυριος εξηγορασε τον Ιακωβ και ελυτρωσεν αυτον εκ χειρος του δυνατωτερου αυτου.
11ибо искупит Господь Иакова и избавит его от руки того, кто был сильнее его.
12Και θελουσιν ελθει και ψαλλει επι του υψους της Σιων, και θελουσι συρρευσει εις τα αγαθα του Κυριου, εις σιτον και εις οινον και εις ελαιον και εις τα γεννηματα των προβατων και των βοων, και η ψυχη αυτων θελει εισθαι ως παραδεισος περιποτιζομενος· και παντελως δεν θελουσι λυπηθη πλεον.
12И придут они, и будут торжествовать на высотах Сиона; и стекутся к благостыне Господа, к пшенице и вину и елею, к агнцам и волам; и душа их будет как напоенный водою сад, и они не будут уже более томиться.
13Τοτε θελει χαρη η παρθενος εν τω χορω, και οι νεοι και οι γεροντες ομου· και θελω στρεψει το πενθος αυτων εις χαραν και θελω παρηγορησει αυτους και ευφρανει αυτους μετα την θλιψιν αυτων.
13Тогда девица будет веселиться в хороводе, и юноши истарцы вместе; и изменю печаль их на радость и утешу их, и обрадую их после скорби их.
14Και θελω χορτασει την ψυχην των ιερεων απο παχυτητος, και ο λαος μου θελει χορτασθη απο των αγαθων μου, λεγει Κυριος.
14И напитаю душу священников туком, и народ Мой насытится благами Моими, говорит Господь.
15Ουτω λεγει Κυριος· Φωνη ηκουσθη εν Ραμα, θρηνος, κλαυθμος, οδυρμος· η Ραχηλ, κλαιουσα τα τεκνα αυτης, δεν ηθελε να παρηγορηθη δια τα τεκνα αυτης, διοτι δεν υπαρχουσιν.
15Так говорит Господь: голос слышен в Раме, вопль и горькое рыдание; Рахиль плачет о детях своих и не хочет утешиться о детях своих, ибо их нет.
16Ουτω λεγει Κυριος· Παυσον την φωνην σου απο κλαυθμου και τους οφθαλμους σου απο δακρυων· διοτι το εργον σου θελει ανταμειφθη, λεγει Κυριος· και θελουσιν επιστρεψει εκ της γης του εχθρου.
16Так говорит Господь: удержи голос твой от рыдания и глаза твои отслез, ибо есть награда за труд твой, говорит Господь, и возвратятсяони из земли неприятельской.
17Και ειναι ελπις εις τα εσχατα σου, λεγει Κυριος, και τα τεκνα σου θελουσιν επιστρεψει εις τα ορια αυτων.
17И есть надежда для будущности твоей, говорит Господь, и возвратятся сыновья твои в пределы свои.
18[] Ηκουσα τωοντι τον Εφραιμ λεγοντα εν οδυρμοις, Με επαιδευσας, και επαιδευθην ως μοσχος αδαμαστος· επιστρεψον με και θελω επιστρεψει· διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος μου·
18Слышу Ефрема плачущего: „Ты наказал меня, и я наказан, как телец неукротимый; обрати меня, и обращусь, ибо Ты Господь Бог мой.
19βεβαιως αφου επεστρεψα, μετενοησα, και αφου εδιδαχθην, εκτυπησα επι τον μηρον μου· ησχυνθην και μαλιστα ηρυθριασα, διοτι εβαστασα το ονειδος της νεοτητος μου.
19Когда я был обращен, я каялся, и когда был вразумлен, бил себя по бедрам; я был постыжен, я был смущен, потому что нес бесславие юности моей".
20Ο Εφραιμ ειναι υιος αγαπητος εις εμε; παιδιον φιλτατον; διοτι αφου ελαλησα εναντιον αυτου, παντοτε ενθυμουμαι αυτον, δια τουτο τα σπλαγχνα μου ηχουσι δι' αυτον· θελω βεβαιως σπλαγχνισθη αυτον, λεγει Κυριος.
20Не дорогой ли у Меня сын Ефрем? не любимое ли дитя? ибо, как только заговорю о нем, всегда с любовью воспоминаю о нем; внутренность Моя возмущается за него; умилосержусь над ним, говорит Господь.
21Στησον σημεια της οδου, καμε εις σεαυτον σωρους υψηλους· προσηλωσον την καρδιαν σου εις την λεωφορον, εις την οδον δι' ης υπηγες· επιστρεψον, παρθενε του Ισραηλ, επιστρεψον εις αυτας τας πολεις σου.
21Поставь себе путевые знаки, поставь себе столбы,обрати сердце твое на дорогу, на путь, по которому ты шла; возвращайся, дева Израилева, возвращайся в сии города твои.
22Εως ποτε θελεις περιφερεσθαι, θυγατηρ αποστατρια; διοτι ο Κυριος εποιησε νεον πραγμα εν τη γη· Γυνη θελει περικυκλωσει ανδρα.
22Долго ли тебе скитаться, отпадшая дочь? Ибо Господь сотворит на земле нечто новое: жена спасет мужа.
23Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ετι θελουσι λεγει τον λογον τουτον εν τη γη του Ιουδα και εν ταις πολεσιν αυτου, οταν επιστρεψω την αιχμαλωσιαν αυτων, Ο Κυριος να σε ευλογηση, κατοικια δικαιοσυνης, ορος αγιοτητος.
23Так говорит Господь Саваоф, Бог Израилев: впредь, когда Я возвращуплен их, будут говорить на земле Иуды и в городах его сиеслово: „да благословит тебя Господь, жилище правды, гора святая!"
24Και θελουσι κατοικησει εν αυτη ο Ιουδας και πασαι αι πολεις αυτου ομου, οι γεωργοι και οι εξερχομενοι μετα των ποιμνιων·
24И поселится на ней Иуда и все города его вместе, земледельцы и ходящие со стадами.
25διοτι εχορτασα την εκλελυμενην ψυχην και ενεπλησα πασαν τεθλιμμενην ψυχην.
25Ибо Я напою душу утомленную и насыщу всякую душу скорбящую.
26Δια τουτο εξυπνησα και εθεωρησα, και ο υπνος μου εσταθη γλυκυς εις εμε.
26При этом я пробудился и посмотрел, и сон мой был приятен мне.
27[] Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω σπειρει τον οικον Ισραηλ και τον οικον Ιουδα με σπερμα ανθρωπου και με σπερμα κτηνους.
27Вот, наступают дни, говорит Господь, когда Я засею дом Израилев и дом Иудин семенем человека и семенем скота.
28Και καθως εγρηγορουν επ' αυτους δια να εκριζονω και να κατασκαπτω και να κατεδαφιζω και να καταστρεφω και να καταθλιβω, ουτω θελω γρηγορησει επ' αυτους δια να ανοικοδομω και να φυτευω, λεγει Κυριος.
28И как Я наблюдал за ними, искореняя и сокрушая, и разрушая и погубляя, и повреждая, так буду наблюдать за ними, созидая и насаждая, говорит Господь.
29Εν ταις ημεραις εκειναις δεν θελουσι λεγει πλεον, Οι πατερες εφαγον ομφακα και οι οδοντες των τεκνων ημωδιασαν·
29В те дни уже не будут говорить: „отцы ели кислый виноград, а у детей на зубах оскомина",
30αλλ' εκαστος θελει αποθνησκει δια την ανομιαν αυτου· πας ανθρωπος, οστις φαγη τον ομφακα, τουτου οι οδοντες θελουσιν αιμωδιασει.
30но каждый будет умирать за свое собственное беззаконие; кто будет есть кислый виноград, у того на зубах и оскомина будет.
31Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει προς τον οικον Ισραηλ και προς τον οικον Ιουδα διαθηκην νεαν·
31Вот наступают дни, говорит Господь, когда Я заключу с домом Израиля и с домом Иуды новый завет,
32ουχι κατα την διαθηκην, την οποιαν εκαμον προς τους πατερας αυτων, καθ' ην ημεραν επιασα αυτους απο της χειρος δια να εξαγαγω αυτους εκ γης Αιγυπτου· διοτι αυτοι παρεβησαν την διαθηκην μου και εγω απεστραφην αυτους, λεγει Κυριος·
32не такой завет, какой Я заключил с отцами их в тот день, когда взял их за руку, чтобы вывести их из земли Египетской; тот завет Мой они нарушили, хотя Я оставался в союзе с ними, говорит Господь.
33αλλ' αυτη θελει εισθαι η διαθηκη, την οποιαν θελω καμει προς τον οικον Ισραηλ· μετα τας ημερας εκεινας, λεγει Κυριος, θελω θεσει τον νομον μου εις τα ενδομυχα αυτων και θελω γραψει αυτον εν ταις καρδιαις αυτων· και θελω εισθαι Θεος αυτων και αυτοι θελουσιν εισθαι λαος μου.
33Но вот завет, который Я заключу с домом Израилевым после тех дней, говорит Господь: вложу закон Мой во внутренность их и на сердцах их напишу его, и буду им Богом, а они будут Моим народом.
34Και δεν θελουσι διδασκει πλεον εκαστος τον πλησιον αυτου και εκαστος τον αδελφον αυτου, λεγων, Γνωρισατε τον Κυριον· διοτι παντες ουτοι θελουσι με γνωριζει απο μικρου αυτων εως μεγαλου αυτων, λεγει Κυριος· διοτι θελω συγχωρησει την ανομιαν αυτων και την αμαρτιαν αυτων δεν θελω ενθυμεισθαι πλεον.
34И уже не будут учить друг друга, брат брата, и говорить: „познайте Господа", ибо все сами будут знать Меня, от малого до большого, говорит Господь, потому что Я прощу беззакония их и грехов их уже не воспомяну более.
35[] Ουτω λεγει Κυριος, ο διδους τον ηλιον εις φως της ημερας, τας διαταξεις της σεληνης και των αστερων εις φως της νυκτος, ο ταραττων την θαλασσαν, και τα κυματα αυτης βομβουσι· Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου·
35Так говорит Господь, Который дал солнце для освещения днем, уставы луне и звездам для освещения ночью, Который возмущает море, так что волны его ревут; Господь Саваоф – имя Ему.
36Εαν αι διαταξεις αυται εκλειψωσιν απ' εμπροσθεν μου, λεγει Κυριος, τοτε και το σπερμα του Ισραηλ θελει παυσει απο του να ηναι εθνος ενωπιον μου πασας τας ημερας.
36Если сии уставы перестанут действовать предо Мною, говорит Господь, то и племя Израилево перестанет быть народом предо Мною навсегда.
37Ουτω λεγει Κυριος· Εαν ο ουρανος ανω δυναται να μετρηθη και τα θεμελια της γης κατω να εξιχνιασθωσι, τοτε και εγω θελω απορριψει παν το σπερμα του Ισραηλ δια παντα οσα επραξαν, λεγει Κυριος.
37Так говорит Господь: если небо может быть измерено вверху, и основания земли исследованы внизу, то и Яотвергну все племя Израилево за все то, что они делали, говорит Господь.
38Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και η πολις θελει οικοδομηθη εις τον Κυριον απο του πυργου Ανανεηλ εως της πυλης της γωνιας.
38Вот, наступают дни, говорит Господь, когда город устроен будет во славу Господа от башни Анамеила до ворот угольных,
39Και σχοινιον διαμετρησεως θελει εξελθει ετι απεναντι αυτης επι τον λοφον Γαρηβ και θελει περιελθει εως Γοαθ.
39и землемерная вервь пойдет далее прямо до холма Гарива и обойдет Гоаф.
40Και πασα η κοιλας των πτωματων και της στακτης και παντες οι αγροι εως του χειμαρρου Κεδρων, εως της γωνιας της πυλης των ιππων προς ανατολας, θελουσιν εισθαι αγιοι εις τον Κυριον· δεν θελει πλεον εκριζωθη ουδε καταστραφη εις τον αιωνα.
40И вся долина трупов и пепла, и все поле до потока Кедрона, доугла конских ворот к востоку, будет святынею Господа; не разрушится и не распадется вовеки.