1[] Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου εν τω δεκατω ετει του Σεδεκιου βασιλεως του Ιουδα, το οποιον ητο το δεκατον ογδοον ετος του Ναβουχοδονοσορ.
1Слово, которое было от Господа к Иеремии в десятый год Седекии, царя Иудейского; этот год был восемнадцатым годом Навуходоносора.
2Και τοτε το στρατευμα του βασιλεως της Βαβυλωνος επολιορκει την Ιερουσαλημ· και ο Ιερεμιας ο προφητης ητο κεκλεισμενος εν τη αυλη της φυλακης, της εν τω οικω του βασιλεως του Ιουδα.
2Тогда войско царя Вавилонского осаждало Иерусалим, и Иеремия пророк был заключен во дворе стражи, который был при доме царя Иудейского.
3Διοτι Σεδεκιας ο βασιλευς του Ιουδα ειχε κλεισει αυτον, λεγων, Δια τι συ προφητευεις λεγων, Ουτω λεγει Κυριος, Ιδου, εγω θελω παραδωσει την πολιν ταυτην εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κυριευσει αυτην·
3Седекия, царь Иудейский, заключил его туда, сказав: „зачем ты пророчествуешь и говоришь: так говорит Господь: вот, Я отдаю город сей вруки царя Вавилонского, и он возьмет его;
4και Σεδεκιας ο βασιλευς του Ιουδα δεν θελει εκφυγει εκ της χειρος των Χαλδαιων, αλλα θελει βεβαιως παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει λαλησει μετ' αυτου στομα προς στομα και οι οφθαλμοι αυτου θελουσιν ιδει τους οφθαλμους αυτου·
4и Седекия, царь Иудейский, не избегнет от рук Халдеев, но непременно предан будет в руки царя Вавилонского, и будет говорить с ним устами к устам, и глаза его увидят глаза его;
5και θελει φερει τον Σεδεκιαν εις την Βαβυλωνα και εκει θελει εισθαι, εωσου επισκεφθω αυτον, λεγει Κυριος· και εαν πολεμησητε τους Χαλδαιους, δεν θελετε ευδοκιμησει.
5и он отведет Седекию в Вавилон, где он и будет, доколе не посещу его, говорит Господь. Если вы будете воевать с Халдеями, то не будете иметь успеха?"
6Και ειπεν ο Ιερεμιας, Εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
6И сказал Иеремия: таково было ко мне слово Господне:
7Ιδου, Αναμεηλ, ο υιος του Σαλλουμ του θειου σου, θελει ελθει προς σε, λεγων, Αγορασον εις σεαυτον τον αγρον μου τον εν Αναθωθ· διοτι εις σε ανηκει το δικαιωμα εξαγορας δια να αγορασης αυτον.
7вот Анамеил, сын Саллума, дяди твоего, идет к тебе сказать: „купи себе поле мое, которое в Анафофе, потому что по праву родства тебе надлежит купить его".
8Και ηλθε προς εμε Αναμεηλ, ο υιος του θειου μου, εις την αυλην της φυλακης, κατα τον λογον του Κυριου, και ειπε προς εμε, Αγορασον, παρακαλω, τον αγρον μου τον εν Αναθωθ, τον εν τη γη Βενιαμιν· διοτι εις σε ανηκει το δικαιωμα της κληρονομιας και εις σε η εξαγορα· αγορασον αυτον εις σεαυτον. Τοτε εγνωρισα οτι λογος Κυριου ητο ουτος.
8И Анамеил, сын дяди моего, пришел ко мне, по слову Господню, во двор стражи и сказал мне: „купи поле мое, которое в Анафофе, в земле Вениаминовой, ибо право наследства твое и право выкупа твое; купи себе". Тогда я узнал, что это было слово Господне.
9Και ηγορασα παρα του Αναμεηλ, υιου του θειου μου, τον αγρον τον εν Αναθωθ και εζυγισα προς αυτον τα χρηματα, δεκαεπτα σικλους αργυριου.
9И купил я поле у Анамеила, сына дяди моего, которое в Анафофе, и отвесил ему семь сиклей серебра и десять сребренников;
10Και εγραψα το συμφωνητικον και εσφραγισα και εβαλον μαρτυρας και εζυγισα τα χρηματα εν τη πλαστιγγι.
10и записал в книгу и запечатал ее, и пригласил к тому свидетелей иотвесил серебро на весах.
11Και ελαβον το συμφωνητικον της αγορας, το εσφραγισμενον κατα τον νομον και την συνηθειαν και το ανοικτον·
11И взял я купчую запись, как запечатанную по закону и уставу, таки открытую;
12και εδωκα το συμφωνητικον της αγορας εις τον Βαρουχ τον υιον του Νηριου υιου του Μαασιου, εμπροσθεν του Αναμεηλ υιου του θειου μου και εμπροσθεν των μαρτυρων των υπογραψαντων το συμφωνητικον της αγορας, εμπροσθεν παντων των Ιουδαιων των καθημενων εν τη αυλη της φυλακης.
12и отдал эту купчую запись Варуху, сыну Нирии, сына Маасеи, в глазах Анамеила, сына дяди моего, и в глазах свидетелей, подписавших эту купчую запись, в глазах всех Иудеев, сидевших на дворе стражи;
13Και προσεταξα τον Βαρουχ εμπροσθεν αυτων, λεγων,
13и заповедал Варуху в присутствии их:
14Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Λαβε τα συμφωνητικα ταυτα, το συμφωνητικον τουτο της αγορας και το εσφραγισμενον και το συμφωνητικον τουτο το ανοικτον· και θες αυτα εις αγγειον πηλινον, δια να διαμενωσιν ημερας πολλας.
14так говорит Господь Саваоф, Бог Израилев: возьми сии записи, эту купчую запись, которая запечатана, и эту запись открытую, и положи их в глиняный сосуд, чтобы они оставались там многие дни.
15Διοτι ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Οικιαι και αγροι και αμπελοι θελουσιν αποκτηθη παλιν εν ταυτη τη γη.
15Ибо так говорит Господь Саваоф, Бог Израилев: домы и поля ивиноградники будут снова покупаемы в земле сей.
16[] Αφου δε εδωκα το συμφωνητικον, της αγορας εις τον Βαρουχ τον υιον του Νηριου προσηυχηθην εις τον Κυριον, λεγων,
16И, передав купчую запись Варуху, сыну Нирии, я помолился Господу:
17Ω Κυριε Θεε· ιδου, συ εκαμες τον ουρανον και την γην εν τη δυναμει σου τη μεγαλη και εν τω βραχιονι σου τω εξηπλωμενω· δεν ειναι ουδεν πραγμα δυσκολον εις σε.
17„о, Господи Боже! Ты сотворил небо и землю великою силою Твоею и простертою мышцею; для Тебя ничего нет невозможного;
18Καμνεις ελεος εις χιλιαδας και ανταποδιδεις την ανομιαν των πατερων εις τον κολπον των τεκνων αυτων μετ' αυτους· ο Θεος ο μεγας, ο ισχυρος, Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου,
18Ты являешь милость тысячам и за беззаконие отцов воздаешь в недро детям их после них: Боже великий, сильный, Которому имя Господь Саваоф!
19μεγας εν βουλη και δυνατος εν εργοις· διοτι οι οφθαλμοι σου ειναι ανεωγμενοι επι πασας τας οδους των υιων των ανθρωπων, δια να δωσης εις εκαστον κατα τας οδους αυτου και κατα τον καρπον των εργων αυτου·
19Великий в совете и сильный в делах, Которого очи отверсты на все пути сынов человеческих, чтобы воздавать каждому по путям его и по плодам дел его,
20οστις εκαμες σημεια και τερατα εν τη γη της Αιγυπτου, γνωστα εως της ημερας ταυτης, και εν Ισραηλ και εν ανθρωποις· και εκαμες εις σεαυτον ονομα, ως την ημεραν ταυτην.
20Который совершил чудеса и знамения в земле Египетской, и совершаешь до сего дня и в Израиле и между всеми людьми, и соделал Себе имя, как в сей день,
21και εξηγαγες τον λαον σου τον Ισραηλ εκ γης Αιγυπτου με σημεια και με τερατα και με κραταιαν χειρα και με βραχιονα εξηπλωμενον και με τρομον μεγαν·
21и вывел народ Твой Израиля из земли Египетской знамениями и чудесами, и рукою сильною и мышцею простертою, при великом ужасе,
22και εδωκας εις αυτους την γην ταυτην, την οποιαν ωμοσας προς τους πατερας αυτων να δωσης εις αυτους, γην ρεουσαν γαλα και μελι·
22и дал им землю сию, которую дать им клятвенно обещал отцам их, землю, текущую молоком и медом.
23και εισηλθον και εκληρονομησαν αυτην· αλλα δεν υπηκουσαν εις την φωνην σου ουδε περιεπατησαν εν τω νομω σου· δεν εκαμον ουδεν εκ παντων οσα προσεταξας εις αυτους να καμωσι· δια τουτο επεφερες επ' αυτους απαν τουτο το κακον.
23Они вошли и завладели ею, но не стали слушать гласа Твоего и поступать по закону Твоему, не стали делать того, что Ты заповедал им делать, и за то Ты навел на них все это бедствие.
24Ιδου, τα χαρακωματα εφθασαν εις την πολιν, δια να κυριευσωσιν αυτην· και η πολις εδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων των πολεμουντων κατ' αυτης, εξ αιτιας της μαχαιρας και της πεινης και του λοιμου· και ο, τι ελαλησας, εγεινε· και ιδου, βλεπεις·
24Вот, насыпи достигают до города, чтобы взять его; и город от мечаи голода и моровой язвы отдается в руки Халдеев, воюющих против него; что Ты говорил, то и исполняется, и вот, Ты видишь это.
25και συ ειπας προς εμε, Κυριε Θεε, Αγορασον εις σεαυτον τον αγρον δι' αργυριου και παραστησον μαρτυρας· και η πολις εδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων.
25А Ты, Господи Боже, сказал мне: „купи себе поле за серебро и пригласи свидетелей, тогда как город отдается в руки Халдеев".
26[] Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, λεγων,
26И было слово Господне к Иеремии:
27Ιδου, εγω ειμαι Κυριος ο Θεος πασης σαρκος· ειναι τι πραγμα δυσκολον εις εμε;
27вот, Я Господь, Бог всякой плоти; есть ли что невозможное для Меня?
28δια τουτο ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, θελω παραδωσει την πολιν ταυτην εις την χειρα των Χαλδαιων και εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος, και θελει κυριευσει αυτην·
28Посему так говорит Господь: вот, Я отдаю город сей в руки Халдееви в руки Навуходоносора, царя Вавилонского, и он возьмет его,
29και οι Χαλδαιοι οι πολεμουντες κατα της πολεως ταυτης θελουσιν ελθει και βαλει πυρ εις την πολιν ταυτην και κατακαυσει αυτην και τας οικιας, επι τα δωματα των οποιων εθυμιαζον εις τον Βααλ και εκαμνον σπονδας εις αλλους θεους, δια να με παροργισωσι.
29и войдут Халдеи, осаждающие сей город, зажгут город огнем и сожгут его и домы, на кровлях которых возносились курения Ваалу и возливаемы были возлияния чужим богам, чтобы прогневлять Меня.
30Διοτι οι υιοι Ισραηλ και οι υιοι Ιουδα κακον μονον εκαμνον ενωπιον μου εκ νεοτητος αυτων· διοτι οι υιοι Ισραηλ αλλο δεν εκαμνον, παρα να με παροργιζωσι δια των εργων των χειρων αυτων, λεγει Κυριος.
30Ибо сыновья Израилевы и сыновья Иудины только зло делали пред очами Моими от юности своей; сыновья Израилевы только прогневляли Меня делами рук своих, говорит Господь.
31Διοτι η πολις αυτη εσταθη εις εμε ερεθισμος της οργης μου και του θυμου μου, αφ' ης ημερας ωκοδομησαν αυτην εως της ημερας ταυτης, δια να απορριψω αυτην απ' εμπροσθεν μου,
31И как бы для гнева Моего и ярости Моей существовал город сей с самого дня построения его до сего дня, чтобы Я отверг его от лица Моего
32ενεκεν πασης της κακιας των υιων Ισραηλ και των υιων Ιουδα, την οποιαν εκαμον δια να με παροργισωσιν, αυτοι, οι βασιλεις αυτων, οι αρχοντες αυτων, οι ιερεις αυτων και οι προφηται αυτων και οι ανδρες Ιουδα και οι κατοικοι της Ιερουσαλημ.
32за все зло сыновей Израиля и сыновей Иуды, какое они к прогневлению Меня делали, они, цари их, князья их, священники их и пророки их, и мужи Иуды и жители Иерусалима.
33Και εστρεψαν νωτα προς εμε και ουχι προσωπον· και εδιδασκον αυτους εγειρομενος πρωι και διδασκων, πλην δεν ηκουσαν, ωστε να λαβωσι παιδειαν·
33Они оборотились ко Мне спиною, а не лицем; и когда Я учил их, с раннего утра учил, они не хотели принять наставления,
34αλλ' εθεσαν τα βδελυγματα αυτων εν τω οικω, εφ' ον εκληθη το ονομα μου, δια να μιανωσιν αυτον.
34и в доме, над которым наречено имя Мое, поставили мерзости свои, оскверняя его.
35Και ωκοδομησαν τους υψηλους τοπους του Βααλ τους εν τη φαραγγι του υιου Εννομ, δια να διαπερασωσι τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων δια του πυρος εις τον Μολοχ· το οποιον δεν προσεταξα εις αυτους ουδε ανεβη επι την καρδιαν μου, να πραξωσι το βδελυγμα τουτο, ωστε να καμωσι τον Ιουδαν να αμαρτανη.
35Устроили капища Ваалу в долине сыновей Енномовых, чтобы проводить через огонь сыновей своих и дочерей своих в честь Молоху, чего Я не повелевал им, и Мне на ум не приходило, чтобы они делали эту мерзость, вводя в грех Иуду.
36Και τωρα δια ταυτα ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ, περι της πολεως ταυτης, περι ης υμεις λεγετε, Θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, δια μαχαιρας και δια πεινης και δια λοιμου·
36И однако же ныне так говорит Господь, Бог Израилев, об этом городе, о котором вы говорите: „он предается в руки царя Вавилонского мечом и голодом и моровою язвою", –
37ιδου, θελω συναξει αυτους εκ παντων των τοπων, οπου εδιωξα αυτους εν τη οργη μου και εν τω θυμω μου και εν τη μεγαλη αγανακτησει μου· και θελω επιστρεψει αυτους εις τον τοπον τουτον και θελω κατοικισει αυτους εν ασφαλεια·
37вот, Я соберу их из всех стран, в которые изгнал их во гневе Моем и в ярости Моей и ввеликом негодовании, и возвращу их на место сие и дам им безопасное житие.
38και θελουσιν εισθαι λαος μου και εγω θελω εισθαι Θεος αυτων·
38Они будут Моим народом, а Я буду им Богом.
39και θελω δωσει εις αυτους καρδιαν μιαν και οδον μιαν, δια να με φοβωνται πασας τας ημερας, δια το καλον αυτων και των τεκνων αυτων μετ' αυτους·
39И дам им одно сердце и один путь, чтобы боялись Меня во все дни жизни , ко благу своему и благу детей своих после них.
40και θελω καμει διαθηκην αιωνιον προς αυτους, οτι δεν θελω αποστρεψει απ' οπισω αυτων, δια να αγαθοποιω αυτους· και θελω δωσει τον φοβον μου εις τας καρδιας αυτων, δια να μη αποστατησωσιν απ' εμου·
40И заключу с ними вечный завет, по которому Я не отвращусь от них, чтобы благотворить им, и страх Мой вложу в сердца их, чтобы они не отступали от Меня.
41και θελω ευφραινεσθαι επ' αυτους εις το να αγαθοποιω αυτους, και θελω φυτευσει αυτους εν τη γη ταυτη κατα αληθειαν, εξ ολης μου της καρδιας και εξ ολης μου της ψυχης.
41И буду радоваться о них, благотворя им, и насажду их на земле сей твердо, от всего сердца Моего и от всей души Моей.
42Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Καθως επεφερα επι τουτον τον λαον παντα ταυτα τα μεγαλα κακα, ουτω θελω επιφερει επ' αυτους παντα τα αγαθα, τα οποια εγω ελαλησα περι αυτων.
42Ибо так говорит Господь: как Я навел на народ сей все это великое зло, так наведу на них все благо, какое Я изрек о них.
43Και θελουσιν αποκτηθη αγροι εν τη γη ταυτη, περι της οποιας σεις λεγετε, Ειναι ερημος χωρις ανθρωπου η κτηνους· παρεδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων.
43И будут покупать поля в земле сей, о которой вы говорите: „это пустыня, без людей и без скота; она отдана в руки Халдеям";
44Θελουσιν αγοραζει αγρους δι' αργυριου και υπογραφει συμφωνητικα και σφραγιζει και θελουσι παριστανει μαρτυρας, εν τη γη Βενιαμιν και εν τοις περιξ Ιερουσαλημ και εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν ταις πολεσι της ορεινης και εν ταις πολεσι της πεδινης και εν ταις πολεσι του νοτου· διοτι θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν αυτων, λεγει Κυριος.
44будут покупать поля за серебро и вносить в записи, и запечатывать и приглашать свидетелей – в земле Вениаминовой и вокрестностях Иерусалима, и в городах Иуды и в городах нагорных, и в городах низменныхи в городах южных; ибо возвращу плен их, говорит Господь.