Greek: Modern

Russian 1876

Lamentations

2

1[] Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου
1Как помрачил Господь во гневе Своем дщерь Сиона! с небес поверг на землю красу Израиля и не вспомнил о подножии ног Своих в день гнева Своего.
2Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη· κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα· κατηδαφισεν αυτα· εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.
2Погубил Господь все жилища Иакова, не пощадил, разрушил в ярости Своей укрепления дщери Иудиной, поверг на землю, отверг царство и князей его, как нечистых:
3Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ· εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου· και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.
3в пылу гнева сломил все роги Израилевы, отвелдесницу Свою от неприятеля и воспылал в Иакове, как палящий огонь, пожиравший все вокруг;
4Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων· εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.
4натянул лук Свой, как неприятель, направил десницу Свою, как враг, и убил все, вожделенное для глаз; на скинию дщери Сиона излил ярость Свою, как огонь.
5Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ· κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου· ηφανισε τα οχυρωματα αυτου· και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.
5Господь стал как неприятель, истребил Израиля, разорил все чертоги его, разрушил укрепления его и распространил у дщери Иудиной сетование и плач.
6Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου· κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου· ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.
6И отнял ограду Свою, как у сада; разорил Свое место собраний, заставил Господь забыть на Сионе празднества и субботы; и в негодовании гнева Своего отверг царя и священника.
7Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου· συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης· ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.
7Отверг Господь жертвенник Свой, отвратил сердце Свое от святилища Своего, предал в руки врагов стены чертогов его; в доме Господнем они шумели, как в праздничный день.
8Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων· εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος· τα παντα ητονησαν ομου.
8Господь определил разрушить стену дщери Сиона, протянул вервь, не отклонил руки Своей от разорения; истребил внешние укрепления, и стены вместе разрушены.
9Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην· ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης· ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι· νομος δεν υπαρχει· ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.
9Ворота ее вдались в землю; Он разрушил и сокрушил запоры их; царь ее и князья ее – среди язычников; не стало закона, и пророки ее не сподобляются видений от Господа.
10[] Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες· ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους· αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.
10Сидят на земле безмолвно старцы дщери Сионовой, посыпали пеплом свои головы, препоясались вретищем; опустили к земле головы свои девы Иерусалимские.
11Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.
11Истощились от слез глаза мои, волнуется во мне внутренность моя, изливается на землю печень моя от гибели дщери народа моего, когда дети и грудные младенцы умирают от голода среди городских улиц.
12Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.
12Матерям своим говорят они: „где хлеб и вино?", умирая, подобно раненым, на улицах городских, изливая души свои в лоно матерей своих.
13Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα· τις δυναται να σε ιατρευση;
13Что мне сказать тебе, с чем сравнить тебя, дщерь Иерусалима? чему уподобить тебя, чтобы утешить тебя, дева, дщерь Сиона? ибо рана твоя велика, как море; кто может исцелить тебя?
14Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου· αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.
14Пророки твои провещали тебе пустое и ложное и не раскрывали твоего беззакония, чтобы отвратить твое пленение, и изрекали тебе откровения ложные и приведшиетебя к изгнанию.
15Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας· εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;
15Руками всплескивают о тебе все проходящие путем, свищут и качают головою своею о дщери Иерусалима, говоря: „это ли город, который называли совершенством красоты, радостью всей земли?"
16Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων· εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην· αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν· ευρομεν, ειδομεν.
16Разинули на тебя пасть свою все враги твои, свищут и скрежещут зубами, говорят: „поглотили мы его, только этого дня и ждали мы, дождались, увидели!"
17Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη· εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων· Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον· υψωσε το κερας των εναντιων σου.
17Совершил Господь, что определил, исполнил слово Свое, изреченное в древние дни, разорил без пощады и дал врагу порадоваться над тобою, вознес рог неприятелей твоих.
18Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα· μη δωσης παυσιν εις σεαυτον· ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.
18Сердце их вопиет к Господу: стена дщери Сиона! лей ручьем слезы день и ночь, не давай себе покоя, не спускай зениц очей твоих.
19Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι· εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου· υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.
19Вставай, взывай ночью, при начале каждой стражи; изливай, как воду, сердце твое пред лицем Господа; простирай к Нему руки твои о душе детей твоих, издыхающих от голода на углах всех улиц.
20Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;
20„Воззри, Господи, и посмотри: кому Ты сделал так, чтобы женщины ели плод свой, младенцев, вскормленных ими? чтобы убиваемы были в святилище Господнем священник и пророк?
21Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις· αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα· εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.
21Дети и старцы лежат на земле по улицам; девы мои и юноши мои пали от меча; Ты убивал их в день гнева Твоего, заколал без пощады.
22Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου· εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.
22Ты созвал отовсюду, как на праздник, ужасы мои, и в день гневаГосподня никто не спасся, никто не уцелел; тех, которые были мною вскормлены и вырощены, враг мой истребил".