1[] Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου.
1Я человек, испытавший горе от жезла гнева Его.
2Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως.
2Он повел меня и ввел во тьму, а не во свет.
3Ναι, κατ' εμου εστραφη· κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν.
3Так, Он обратился на меня и весь день обращает руку Свою;
4Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου· συνετριψε τα οστα μου.
4измождил плоть мою и кожу мою, сокрушил кости мои;
5Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον.
5огородил меня и обложил горечью и тяготою;
6Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους.
6посадил меня в темное место, как давно умерших;
7Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω· εβαρυνε τας αλυσεις μου.
7окружил меня стеною, чтобы я не вышел, отяготил оковы мои,
8Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου.
8и когда я взывал и вопиял, задерживал молитву мою;
9Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου.
9каменьями преградил дороги мои, извратил стези мои.
10Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις.
10Он стал для меня как бы медведь в засаде, как бы лев в скрытном месте;
11Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην.
11извратил пути мои и растерзал меня, привел меня в ничто;
12Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος.
12натянул лук Свой и поставил меня как бы целью для стрел;
13Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου.
13послал в почки мои стрелы из колчана Своего.
14Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν.
14Я стал посмешищем для всего народа моего, вседневною песнью их.
15Με εχορτασε πικριαν· με εμεθυσεν αψινθιον.
15Он пресытил меня горечью, напоил меня полынью.
16Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας· με εκαλυψε με σποδον.
16Сокрушил камнями зубы мои, покрыл меня пеплом.
17Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου· ελησμονησα το αγαθον.
17И удалился мир от души моей; я забыл о благоденствии,
18Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου.
18и сказал я: погибла сила моя и надежда моя на Господа.
19Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην.
19Помысли о моем страдании и бедствии моем, о полыни и желчи.
20Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι.
20Твердо помнит это душа моя и падает во мне.
21[] Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα·
21Вот что я отвечаю сердцу моему и потому уповаю:
22Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου.
22по милости Господа мы не исчезли, ибо милосердие Его не истощилось.
23Ανανεονονται εν ταις πρωιαις· μεγαλη ειναι η πιστοτης σου.
23Оно обновляется каждое утро; велика верность Твоя!
24Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου· δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον.
24Господь часть моя, говорит душа моя, итак буду надеяться на Него.
25Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον.
25Благ Господь к надеющимся на Него, к душе, ищущей Его.
26Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου.
26Благо тому, кто терпеливо ожидает спасения от Господа.
27Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου.
27Благо человеку, когда он несет иго в юности своей;
28Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον.
28сидит уединенно и молчит, ибо Он наложил его на него;
29Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις.
29полагает уста свои в прах, помышляя : „может быть, еще есть надежда";
30Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον· θελει χορτασθη απο ονειδισμου.
30подставляет ланиту свою биющему его, пресыщается поношением,
31Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα·
31ибо не навек оставляет Господь.
32Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου.
32Но послал горе, и помилует по великой благости Своей.
33Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων.
33Ибо Он не по изволению сердца Своего наказывает и огорчает сынов человеческих.
34Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης.
34Но, когда попирают ногами своими всех узников земли,
35Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου·
35когда неправедно судят человека пред лицем Всевышнего,
36Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου· ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα.
36когда притесняют человека в деле его: разве не видит Господь?
37[] Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος;
37Кто это говорит: „и то бывает, чему Господь не повелел быть"?
38Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα;
38Не от уст ли Всевышнего происходит бедствие и благополучие?
39Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου;
39Зачем сетует человек живущий? всякий сетуй на грехи свои.
40Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον.
40Испытаем и исследуем пути свои, и обратимся к Господу.
41Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες,
41Вознесем сердце наше и руки к Богу, сущему на небесах:
42[] Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν· συ δεν μας συνεχωρησας.
42мы отпали и упорствовали; Ты не пощадил.
43Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας· εφονευσας, δεν εφεισθης.
43Ты покрыл Себя гневом и преследовал нас, умерщвлял, не щадил;
44Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων.
44Ты закрыл Себя облаком, чтобы не доходила молитва наша;
45Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων.
45сором и мерзостью Ты сделал нас среди народов.
46Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας.
46Разинули на нас пасть свою все враги наши.
47Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος.
47Ужас и яма, опустошение и разорение – доля наша.
48Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου.
48Потоки вод изливает око мое о гибели дщери народа моего.
49Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν,
49Око мое изливается и не перестает, ибо нет облегчения,
50Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου.
50доколе не призрит и не увидит Господь с небес.
51Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου.
51Око мое опечаливает душу мою ради всех дщерей моего города.
52Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον.
52Всячески усиливались уловить меня, как птичку, враги мои, без всякой причины;
53Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε.
53повергли жизнь мою в яму и закидали меня камнями.
54Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου· ειπα, Απερριφθην.
54Воды поднялись до головы моей; я сказал: „погиб я".
55[] Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου.
55Я призывал имя Твое, Господи, из ямы глубокой.
56Ηκουσας την φωνην μου· μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου.
56Ты слышал голос мой; не закрой уха Твоего от воздыхания моего, от вопля моего.
57Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην· ειπας, Μη φοβου.
57Ты приближался, когда я взывал к Тебе, и говорил: „не бойся".
58Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου· ελυτρωσας την ζωην μου.
58Ты защищал, Господи, дело души моей; искуплял жизнь мою.
59Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον· κρινον την κρισιν μου.
59Ты видишь, Господи, обиду мою; рассуди дело мое.
60Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου.
60Ты видишь всю мстительность их, все замыслы их против меня.
61Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου·
61Ты слышишь, Господи, ругательство их, все замыслы их против меня,
62Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν.
62речи восстающих на меня и их ухищрения против меня всякий день.
63Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται· εγω ειμαι το ασμα αυτων.
63Воззри, сидят ли они, встают ли, я для них – песнь.
64Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων.
64Воздай им, Господи, по делам рук их;
65Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν· σου επ' αυτους.
65пошли им помрачение сердца и проклятие Твое на них;
66Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου.
66преследуй их, Господи, гневом, и истреби их из поднебесной.