Greek: Modern

Russian 1876

Mark

5

1[] Και ηλθον εις το περαν της θαλασσης εις την χωραν των Γαδαρηνων.
1И пришли на другой берег моря, в страну Гадаринскую.
2Και ως εξηλθεν εκ του πλοιου, ευθυς απηντησεν αυτον εκ των μνημειων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον,
2И когда вышел Он из лодки, тотчас встретил Его вышедшийиз гробов человек, одержимый нечистым духом,
3οστις ειχε την κατοικιαν εν τοις μνημειοις, και ουδεις ηδυνατο να δεση αυτον ουδε με αλυσεις,
3он имел жилище в гробах, и никто не мог его связать даже цепями,
4διοτι πολλακις ειχε δεθη με ποδοδεσμα και με αλυσεις, και διεσπασθησαν υπ' αυτου αι αλυσεις και τα ποδοδεσμα συνετριφθησαν, και ουδεις ισχυε να δαμαση αυτον·
4потому что многократно был он скован оковами и цепями, но разрывал цепи и разбивал оковы, и никто не в силах был укротить его;
5και δια παντος νυκτα και ημεραν ητο εν τοις ορεσι και εν τοις μνημειοις, κραζων και κατακοπτων εαυτον με λιθους.
5всегда, ночью и днем, в горах и гробах, кричал он и бился о камни;
6Ιδων δε τον Ιησουν απο μακροθεν, εδραμε και προσεκυνησεν αυτον,
6увидев же Иисуса издалека, прибежал и поклонился Ему,
7και κραξας μετα φωνης μεγαλης ειπε· Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του υψιστου; ορκιζω σε εις τον Θεον, μη με βασανισης.
7и, вскричав громким голосом, сказал: что Тебе до меня, Иисус, Сын Бога Всевышнего? заклинаю Тебя Богом, не мучь меня!
8Διοτι ελεγε προς αυτον· Εξελθε απο του ανθρωπου το πνευμα το ακαθαρτον.
8Ибо Иисус сказал ему: выйди, дух нечистый, изсего человека.
9Και ηρωτησεν αυτον· Τι ειναι το ονομα σου; Και απεκριθη λεγων· Λεγεων ειναι το ονομα μου, διοτι πολλοι ειμεθα.
9И спросил его: как тебе имя? И он сказал в ответ: легион имя мне, потому что нас много.
10Και παρεκαλει αυτον πολλα να μη αποστειλη αυτους εξω της χωρας.
10И много просили Его, чтобы не высылалих вон из страны той.
11Ητο δε εκει προς τα ορη αγελη μεγαλη χοιρων βοσκομενη.
11Паслось же там при горе большое стадо свиней.
12και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες, λεγοντες· Πεμψον ημας εις τους χοιρους, δια να εισελθωμεν εις αυτους.
12И просили Его все бесы, говоря: пошли нас в свиней, чтобы нам войти в них.
13Και ο Ιησους ευθυς επετρεψεν εις αυτους. Και εξελθοντα τα πνευματα τα ακαθαρτα εισηλθον εις τους χοιρους· και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την θαλασσαν· ησαν δε εως δυο χιλιαδες· και επνιγοντο εν τη θαλασση.
13Иисус тотчас позволил им. И нечистые духи, выйдя, вошли в свиней; и устремилось стадо с крутизны в море, а их было около двух тысяч; и потонули в море.
14Οι δε βοσκοντες τους χοιρους εφυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους· και εξηλθον δια να ιδωσι τι ειναι το γεγονος.
14Пасущие же свиней побежали и рассказали в городе и в деревнях. И жители вышли посмотреть, что случилось.
15Και ερχονται προς τον Ιησουν, και θεωρουσι τον δαιμονιζομενον, οστις ειχε τον λεγεωνα, καθημενον και ενδεδυμενον και σωφρονουντα, και εφοβηθησαν.
15Приходят к Иисусу и видят, что бесновавшийся, в котором был легион, сидит и одет, и в здравом уме; и устрашились.
16Και διηγηθησαν προς αυτους οι ιδοντες πως εγεινε το πραγμα εις τον δαιμονιζομενον, και περι των χοιρων.
16Видевшие рассказали им о том, как это произошло с бесноватым, и о свиньях.
17Και ηρχισαν να παρακαλωσιν αυτον να αναχωρηση απο των οριων αυτων.
17И начали просить Его, чтобы отошел от пределов их.
18Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, παρεκαλει αυτον ο δαιμονισθεις να ηναι μετ' αυτου.
18И когда Он вошел в лодку, бесновавшийся просил Его, чтобы быть с Ним.
19Πλην ο Ιησους δεν αφηκεν αυτον, αλλα λεγει προς αυτον· Υπαγε εις τον οικον σου προς τους οικειους σου και αναγγειλον προς αυτους οσα ο Κυριος σοι εκαμε και σε ηλεησε.
19Но Иисус не дозволил ему, а сказал: иди домой к своим и расскажи им, что сотворил с тобою Господь и как помиловал тебя.
20Και ανεχωρησε και ηρχισε να κηρυττη εν τη Δεκαπολει οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους, και παντες εθαυμαζον.
20И пошел и начал проповедывать в Десятиградии, что сотворил с ним Иисус; и все дивились.
21[] Και αφου ο Ιησους διεπερασε παλιν εν τω πλοιω εις το περαν, συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, και ητο πλησιον της θαλασσης.
21Когда Иисус опять переправился в лодке на другой берег, собралось к Нему множество народа. Он был у моря.
22Και ιδου, ερχεται εις των αρχισυναγωγων, ονοματι Ιαειρος, και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου
22И вот, приходит один из начальников синагоги, по имени Иаир, и, увидев Его, падает к ногам Его
23και παρεκαλει αυτον πολλα, λεγων οτι το θυγατριον μου πνεει τα λοισθια· να ελθης και να βαλης τας χειρας σου επ' αυτην, δια να σωθη και θελει ζησει.
23и усильно просит Его, говоря: дочь моя при смерти; приди и возложи на нее руки, чтобы она выздоровела и осталась жива.
24Και υπηγε μετ' αυτου· και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, και συνεθλιβον αυτον.
24Иисус пошел с ним. За Ним следовало множество народа, и теснили Его.
25Και γυνη τις, εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη
25Одна женщина, которая страдала кровотечением двенадцать лет,
26και πολλα παθουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα πασαν την περιουσιαν αυτης και μηδεν ωφεληθεισα, αλλα μαλλον εις το χειρον ελθουσα,
26много потерпела от многих врачей, истощила все, чтобыло у ней, и не получила никакой пользы, нопришла еще в худшее состояние, -
27ακουσασα περι του Ιησου, ηλθε μεταξυ του οχλου οπισθεν και ηγγισε το ιματιον αυτου·
27услышав об Иисусе, подошла сзади в народе и прикоснулась к одежде Его,
28διοτι ελεγεν οτι και αν τα ιματια αυτου εγγισω, θελω σωθη.
28ибо говорила: если хотя к одежде Его прикоснусь, то выздоровею.
29Και ευθυς εξηρανθη η πηγη του αιματος αυτης, και ησθανθη εν τω σωματι αυτης οτι ιατρευθη απο της μαστιγος.
29И тотчас иссяк у ней источник крови, и она ощутила в теле, что исцелена от болезни.
30Και ευθυς ο Ιησους, νοησας εν εαυτω την δυναμιν την εξελθουσαν απ' αυτου, στραφεις εν τω οχλω ελεγε· Τις ηγγισε τα ιματια μου;
30В то же время Иисус, почувствовав Сам в Себе, что вышла из Него сила, обратился в народе и сказал: кто прикоснулся к Моей одежде?
31Και ελεγον προς αυτον οι μαθηται αυτον· Βλεπεις τον οχλον συνθλιβοντα σε, και λεγεις τις μου ηγγισε;
31Ученики сказали Ему: Ты видишь, что народ теснит Тебя, и говоришь: кто прикоснулся ко Мне?
32Και περιεβλεπε δια να ιδη την πραξασαν τουτο.
32Но Он смотрел вокруг, чтобы видеть ту, которая сделала это.
33Η δε γυνη, φοβηθεισα και τρεμουσα, επειδη ηξευρε τι εγεινεν επ' αυτην, ηλθε και προσεπεσεν εις αυτον και ειπε προς αυτον πασαν την αληθειαν.
33Женщина в страхе и трепете, зная, что с нею произошло, подошла, пала пред Ним и сказала Ему всю истину.
34Ο δε ειπε προς αυτην· Θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν· υπαγε εις ειρηνην και εσο υγιης απο της μαστιγος σου.
34Он же сказал ей: дщерь! вера твоя спасла тебя; иди в мире и будь здорова от болезни твоей.
35[] Ενω αυτος ελαλει ετι, ερχονται απο του αρχισυναγωγου, λεγοντες οτι η θυγατηρ σου απεθανε· τι πλεον ενοχλεις τον Διδασκαλον;
35Когда Он еще говорил сие, приходят от начальника синагоги и говорят: дочь твоя умерла; что еще утруждаешь Учителя?
36Ο δε Ιησους, ευθυς οτε ηκουσε τον λογον λαλουμενον, λεγει προς τον αρχισυναγωγον· Μη φοβου, μονον πιστευε.
36Но Иисус, услышав сии слова, тотчас говорит начальнику синагоги: не бойся, только веруй.
37Και δεν αφηκεν ουδενα να ακολουθηση αυτον ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην τον αδελφον Ιακωβου.
37И не позволил никому следовать за Собою, кроме Петра, Иакова и Иоанна, брата Иакова.
38Και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και βλεπει θορυβον, κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα,
38Приходит в дом начальника синагоги и видит смятение и плачущих и вопиющих громко.
39και εισελθων λεγει προς αυτους· Τι θορυβεισθε και κλαιετε; το παιδιον δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
39И, войдя, говорит им: что смущаетесь и плачете? девица не умерла, но спит.
40Και κατεγελων αυτου. Ο δε, αφου εξεβαλεν απαντας, παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μεθ' εαυτου και εισερχεται οπου εκειτο το παιδιον,
40И смеялись над Ним. Но Он, выслав всех, берет с Собою отца и мать девицы и бывших с Ним и входит туда, где девица лежала.
41και πιασας την χειρα του παιδιου, λεγει προς αυτην· Ταλιθα, κουμι· το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κορασιον, σοι λεγω, σηκωθητι.
41И, взяв девицу за руку, говорит ей: „талифа куми", что значит: девица, тебе говорю, встань.
42Και ευθυς εσηκωθη το κορασιον και περιεπατει· διοτι ητο ετων δωδεκα. Και εξεπλαγησαν με εκπληξιν μεγαλην.
42И девица тотчас встала и начала ходить, ибо была лет двенадцати. Видевшие пришли в великое изумление.
43Και παρηγγειλεν εις αυτους πολλα να μη μαθη μηδεις τουτο και ειπε να δοθη εις αυτην να φαγη.
43И Он строго приказал им, чтобы никто об этом не знал, и сказал, чтобы дали ей есть.