1[] Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου· και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.
1Оттуда вышел Он и пришел в Свое отечество; за Ним следовали ученики Его.
2Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη· και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον· Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;
2Когда наступила суббота, Он начал учить в синагоге; и многие слышавшие с изумлением говорили: откуда у Него это? что за премудрость дана Ему, и как такие чудеса совершаются руками Его?
3δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ' ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.
3Не плотник ли Он, сын Марии, брат Иакова, Иосии, Иуды и Симона? Не здесь ли, между нами, Егосестры? И соблазнялись о Нем.
4Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.
4Иисус же сказал им: не бывает пророк без чести, разве только в отечестве своем и у сродников и в доме своем.
5Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους·
5И не мог совершить там никакого чуда, только на немногих больных возложив руки, исцелил их .
6και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.
6И дивился неверию их; потом ходил по окрестным селениям и учил.
7[] Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο· και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,
7И, призвав двенадцать, начал посылать их по два, и дал им власть над нечистыми духами.
8και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,
8И заповедал им ничего не брать в дорогу, кроме одного посоха: ни сумы, ни хлеба, ни меди в поясе,
9αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.
9но обуваться в простую обувь и не носить двух одежд.
10Και ελεγε προς αυτους· Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.
10И сказал им: если где войдете в дом, оставайтесь в нем, доколе не выйдете из того места.
11Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.
11И если кто не примет вас и не будет слушать вас, то, выходя оттуда, отрясите прах от ног ваших, во свидетельство на них. Истинно говорю вам: отраднее будет Содому и Гоморре в день суда, нежели тому городу.
12Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,
12Они пошли и проповедывали покаяние;
13και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.
13изгоняли многих бесов и многих больных мазали масломи исцеляли.
14[] Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης· διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου· και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
14Царь Ирод, услышав об Иисусе , - ибо имя Его стало гласно, - говорил: это Иоанн Креститель воскрес из мертвых, и потому чудеса делаются им.
15Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι· αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.
15Другие говорили: это Илия, а иные говорили: это пророк, или как один из пророков.
16Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα· αυτος ανεστη εκ νεκρων.
16Ирод же, услышав, сказал: это Иоанн, которого я обезглавил; он воскрес из мертвых.
17Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.
17Ибо сей Ирод, послав, взял Иоанна и заключил его в темницу за Иродиаду, жену Филиппа, брата своего, потому что женился на ней.
18Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.
18Ибо Иоанн говорил Ироду: не должно тебе иметь жену брата твоего.
19Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.
19Иродиада же, злобясь на него, желала убить его; но не могла.
20Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.
20Ибо Ирод боялся Иоанна, зная, что он муж праведный и святой, и берег его; многое делал, слушаясь его, и с удовольствием слушал его.
21Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ' ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,
21Настал удобный день, когда Ирод, по случаю дня рождения своего,делал пир вельможам своим, тысяченачальникам и старейшинам Галилейским, -
22και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον· Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.
22дочь Иродиады вошла, плясала и угодила Ироду и возлежавшим с ним; царь сказал девице: проси у меня, чего хочешь, и дам тебе;
23Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.
23и клялся ей: чего ни попросишь у меня, дам тебе, даже до половины моего царства.
24Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης· Τι να ζητησω; Η δε ειπε· Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
24Она вышла и спросила у матери своей: чего просить? Таотвечала: головы Иоанна Крестителя.
25Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα· Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
25И она тотчас пошла с поспешностью к царю и просила, говоря: хочу, чтобы ты дал мне теперь же на блюде голову Иоанна Крестителя.
26Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.
26Царь опечалился, но ради клятвы и возлежавших с нимне захотел отказать ей.
27Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη
27И тотчас, послав оруженосца, царь повелел принести голову его.
28και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.
28Он пошел, отсек ему голову в темнице, и принес голову его на блюде, и отдал ее девице, а девица отдала ее матери своей.
29Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.
29Ученики его, услышав, пришли и взяли тело его, и положили его во гробе.
30[] Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.
30И собрались Апостолы к Иисусу и рассказали Ему все, и что сделали, и чему научили.
31Και ειπε προς αυτους· Ελθετε σεις αυτοι κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον· διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν·
31Он сказал им: пойдите вы одни впустынное место и отдохните немного, - ибо много былоприходящих и отходящих, так что и есть им было некогда.
32και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ' ιδιαν.
32И отправились в пустынное место в лодке одни.
33Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.
33Народ увидел, как они отправлялись, и многие узнали их; и бежали туда пешие из всех городов, и предупредили их, и собрались к Нему.
34Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.
34Иисус, выйдя, увидел множество народа и сжалился над ними, потому что они были, как овцы, не имеющие пастыря; и начал учить их много.
35Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα·
35И как времени прошло много, ученики Его, приступив к Нему, говорят: место здесь пустынное, а времени уже много, -
36απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους· διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.
36отпусти их, чтобы они пошли в окрестные деревни и селения и купили себе хлеба, ибо им нечего есть.
37Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους· Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον· να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;
37Он сказал им в ответ: вы дайте им есть. И сказали Ему: разве нам пойти купить хлеба динариев на двести и дать им есть?
38Ο δε λεγει προς αυτους· Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι· Πεντε, και δυο οψαρια.
38Но Он спросил их: сколько у вас хлебов? пойдите, посмотрите. Они, узнав, сказали: пять хлебов и две рыбы.
39Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.
39Тогда повелел им рассадить всех отделениями на зеленой траве.
40Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.
40И сели рядами, по сто и по пятидесяти.
41Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.
41Он взял пять хлебов и две рыбы, воззрев на небо, благословил и преломил хлебы и далученикам Своим, чтобы они раздали им; и две рыбы разделил на всех.
42Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.
42И ели все, и насытились.
43Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.
43И набрали кусков хлеба и остатков от рыб двенадцать полных коробов.
44Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.
44Было же евших хлебы около пяти тысяч мужей.
45[] Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον·
45И тотчас понудил учеников Своих войти в лодку и отправиться вперед на другую сторону к Вифсаиде, пока Он отпустит народ.
46και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.
46И, отпустив их, пошел на гору помолиться.
47Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.
47Вечером лодка была посреди моря, а Он один на земле.
48Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι· διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους· και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.
48И увидел их бедствующих в плавании, потому что ветер им был противный; около же четвертой стражи ночи подошел к ним, идя по морю, и хотел миновать их.
49Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν·
49Они, увидев Его идущего по морю, подумали, что это призрак, и вскричали.
50διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ' αυτων και λεγει προς αυτους· Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.
50Ибо все видели Его и испугались. И тотчас заговорил с ними и сказал им: ободритесь; это Я, не бойтесь.
51Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος· και εξεπληττοντο καθ' εαυτους λιαν καθ' υπερβολην και εθαυμαζον.
51И вошел к ним в лодку, и ветер утих. И они чрезвычайно изумлялись в себе и дивились,
52Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.
52ибо не вразумились чудом над хлебами, потому что сердце их было окаменено.
53Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.
53И, переправившись, прибыли в землю Геннисаретскую ипристали к берегу .
54Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,
54Когда вышли они из лодки, тотчас жители , узнав Его,
55εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.
55обежали всю окрестность ту и начали на постеляхприносить больных туда, где Он, как слышно было, находился.
56Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου· και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.
56И куда ни приходил Он, в селения ли, в города ли, вдеревни ли, клали больных на открытых местах и просили Его, чтобы им прикоснуться хотя к краю одежды Его; и которые прикасались к Нему, исцелялись.