1[] Ο Κυριος απεκριθη ετι προς τον Ιωβ και ειπεν·
1Moreover Yahweh answered Job,
2Ο διαδικαζομενος προς τον Παντοδυναμον θελει διδαξει αυτον; ο ελεγχων τον Θεον ας αποκριθη προς τουτο.
2“Shall he who argues contend with the Almighty? He who argues with God, let him answer it.”
3Τοτε ο Ιωβ απεκριθη προς τον Κυριον και ειπεν·
3Then Job answered Yahweh,
4Ιδου, εγω ειμαι ουτιδανος· τι δυναμαι να αποκριθω προς σε; θελω βαλει την χειρα μου επι το στομα μου·
4“Behold, I am of small account. What shall I answer you? I lay my hand on my mouth.
5απαξ ελαλησα και δεν θελω αποκριθη πλεον· μαλιστα, δις· αλλα δεν θελω επιπροσθεσει.
5I have spoken once, and I will not answer; Yes, twice, but I will proceed no further.”
6[] Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε·
6Then Yahweh answered Job out of the whirlwind,
7Ζωσον ηδη ως ανηρ την οσφυν σου· εγω θελω σε ερωτησει, και απαγγειλον μοι.
7“Now brace yourself like a man. I will question you, and you will answer me.
8Θελεις αρα αναιρεσει την κρισιν μου; θελεις με καταδικασει, δια να δικαιωθης;
8Will you even annul my judgment? Will you condemn me, that you may be justified?
9Εχεις βραχιονα ως ο Θεος; η δυνασαι να βροντας με φωνην ως αυτος;
9Or do you have an arm like God? Can you thunder with a voice like him?
10Στολισθητι τωρα μεγαλοπρεπειαν και υπεροχην· και ενδυθητι δοξαν και ωραιοτητα.
10“Now deck yourself with excellency and dignity. Array yourself with honor and majesty.
11Εκχεε τας φλογας της οργης σου· και βλεπε παντα υπερηφανον και ταπεινονε αυτον.
11Pour out the fury of your anger. Look at everyone who is proud, and bring him low.
12Βλεπε παντα υπερηφανον· κρημνιζε αυτον· και καταπατει τους ασεβεις εν τω τοπω αυτων.
12Look at everyone who is proud, and humble him. Crush the wicked in their place.
13Κρυψον αυτους ομου εν τω χωματι· καλυψον τα προσωπα αυτων εν αφανεια.
13Hide them in the dust together. Bind their faces in the hidden place.
14Τοτε και εγω θελω ομολογησει προς σε, οτι η δεξια σου δυναται να σε σωση.
14Then I will also admit to you that your own right hand can save you.
15[] Ιδου τωρα, ο Βεεμωθ, τον οποιον εκαμα μετα σου, τρωγει χορτον ως βους.
15“See now, behemoth, which I made as well as you. He eats grass as an ox.
16Ιδου τωρα, η δυναμις αυτου ειναι εν τοις νεφροις αυτου και η ισχυς αυτου εν τω ομφαλω της κοιλιας αυτου.
16Look now, his strength is in his thighs. His force is in the muscles of his belly.
17Υψονει την ουραν αυτου ως κεδρον· τα νευρα των μηρων αυτου ειναι συμπεπλεγμενα.
17He moves his tail like a cedar. The sinews of his thighs are knit together.
18Τα οστα αυτου ειναι χαλκινοι σωληνες· τα οστα αυτου ως μοχλοι σιδηρου.
18His bones are like tubes of brass. His limbs are like bars of iron.
19Τουτο ειναι το αριστουργημα του Θεου· ο ποιησας αυτον δυναται να πλησιαση εις αυτον την ρομφαιαν αυτου.
19He is the chief of the ways of God. He who made him gives him his sword.
20Διοτι τα ορη προμηθευουσιν εις αυτον την τροφην, οπου παιζουσι παντα τα θηρια του αγρου.
20Surely the mountains produce food for him, where all the animals of the field play.
21Πλαγιαζει υποκατω των σκιερων δενδρων, υπο την σκεπην των καλαμων και εν τοις βαλτοις.
21He lies under the lotus trees, in the covert of the reed, and the marsh.
22Τα σκιερα δενδρα σκεπαζουσιν αυτον με την σκιαν αυτων· αι ιτεαι των ρυακων περικαλυπτουσιν αυτον.
22The lotuses cover him with their shade. The willows of the brook surround him.
23Ιδου, εαν πλημμυριση ποταμος, δεν σπευδει να φυγη· εχει θαρρος, και αν ο Ιορδανης προσβαλλη εις το στομα αυτου.
23Behold, if a river overflows, he doesn’t tremble. He is confident, though the Jordan swells even to his mouth.
24Δυναται τις φανερα να συλλαβη αυτον; η δια παγιδων να διατρυπηση την ρινα αυτου;
24Shall any take him when he is on the watch, or pierce through his nose with a snare?