Greek: Modern

World English Bible

Psalms

39

1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, τον Ιεδουθουν. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ειπα, Θελω προσεχει εις τας οδους μου, δια να μη αμαρτανω δια της γλωσσης μου· θελω φυλαττει το στομα μου με χαλινον, ενω ειναι ο ασεβης εμπροσθεν μου.
1I said, “I will watch my ways, so that I don’t sin with my tongue. I will keep my mouth with a bridle while the wicked is before me.”
2Εσταθην αφωνος και σιωπηλος· εσιωπησα και απο του να λεγω καλον· και ο πονος μου ανεταραχθη.
2I was mute with silence. I held my peace, even from good. My sorrow was stirred.
3Εθερμανθη η καρδια μου εντος μου· ενω εμελετων, εξηφθη εν εμοι πυρ· ελαλησα δια της γλωσσης μου και ειπα,
3My heart was hot within me. While I meditated, the fire burned: I spoke with my tongue:
4Καμε γνωστον εις εμε, Κυριε, το τελος μου και τον αριθμον των ημερων μου, τις ειναι, δια να γνωρισω ποσον ετι θελω ζησει.
4“Yahweh, show me my end, what is the measure of my days. Let me know how frail I am.
5Ιδου, μετρον σπιθαμης κατεστησας τας ημερας μου, και ο καιρος της ζωης μου ειναι ως ουδεν εμπροσθεν σου· επ' αληθειας πας ανθρωπος, καιτοι στερεος, ειναι ολως ματαιοτης. Διαψαλμα.
5Behold, you have made my days handbreadths. My lifetime is as nothing before you. Surely every man stands as a breath.” Selah.
6Βεβαιως ο ανθρωπος περιπατει εν φαντασια· βεβαιως εις ματην ταραττεται· θησαυριζει, και δεν εξευρει τις θελει συναξει αυτα.
6“Surely every man walks like a shadow. Surely they busy themselves in vain. He heaps up, and doesn’t know who shall gather.
7[] Και τωρα, Κυριε, τι περιμενω; η ελπις μου ειναι επι σε.
7Now, Lord, what do I wait for? My hope is in you.
8Απο πασων των ανομιων μου λυτρωσον με· μη με καμης ονειδος του αφρονος.
8Deliver me from all my transgressions. Don’t make me the reproach of the foolish.
9Εγεινα αφωνος· δεν ηνοιξα το στομα μου, επειδη συ εκαμες τουτο.
9I was mute. I didn’t open my mouth, because you did it.
10Απομακρυνον απ' εμου την πληγην σου· απο της παλης της χειρος σου εγω απεκαμον.
10Remove your scourge away from me. I am overcome by the blow of your hand.
11Οταν δι' ελεγχων παιδευης ανθρωπον δια ανομιαν, Κατατρωγεις ως σκωληξ την ωραιοτητα αυτου· τω οντι ματαιοτης πας ανθρωπος. Διαψαλμα.
11When you rebuke and correct man for iniquity, You consume his wealth like a moth. Surely every man is but a breath.” Selah.
12Εισακουσον, Κυριε, της προσευχης μου και δος ακροασιν εις την κραυγην μου· μη παρασιωπησης εις τα δακρυα μου. Διοτι παροικος ειμαι παρα σοι και παρεπιδημος, καθως παντες οι πατερες μου.
12“Hear my prayer, Yahweh, and give ear to my cry. Don’t be silent at my tears. For I am a stranger with you, a foreigner, as all my fathers were.
13Παυσαι απ' εμου, δια να αναλαβω δυναμιν, πριν αποδημησω και δεν υπαρχω πλεον.
13Oh spare me, that I may recover strength, before I go away, and exist no more.”