1И отвечал Иов и сказал:
1[] Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν·
2правда! знаю, что так; но как оправдается человек пред Богом?
2Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει· αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;
3Если захочет вступить в прение с Ним, то не ответит Ему ни на одно из тысячи.
3Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων.
4Премудр сердцем и могущ силою; кто восставал против Него и оставался в покое?
4Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν· τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν;
5Он передвигает горы, и не узнают их: Он превращает их в гневе Своем;
5Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου.
6сдвигает землю с места ее, и столбы ее дрожат;
6Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται.
7скажет солнцу, – и не взойдет, и на звезды налагает печать.
7Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει· και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα.
8Он один распростирает небеса и ходит по высотам моря;
8Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.
9сотворил Ас, Кесиль и Хима и тайники юга;
9Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου.
10делает великое, неисследимое и чудное без числа!
10Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.
11Вот, Он пройдет предо мною, и не увижу Его; пронесется и не замечуЕго.
11Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον· διερχεται, και δεν εννοω αυτον.
12Возьмет, и кто возбранит Ему? кто скажет Ему: что Ты делаешь?
12Ιδου, αφαιρει· τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;
13Бог не отвратит гнева Своего; пред Ним падут поборники гордыни.
13Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου.
14Тем более могу ли я отвечать Ему и приискивать себе слова пред Ним?
14[] Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου;
15Хотя бы я и прав был, но не буду отвечать, а буду умолять Судию моего.
15προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου.
16Если бы я воззвал, и Он ответил мне, – я не поверил бы, что голос мой услышал Тот,
16Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου.
17Кто в вихре разит меня и умножает безвинно мои раны,
17Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως.
18не дает мне перевести духа, но пресыщает меня горестями.
18Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας.
19Если действовать силою, то Он могуществен; если судом, кто сведет меня с Ним?
19Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος· και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου;
20Если я буду оправдываться, то мои же уста обвинятменя; если я невинен, то Он признает меня виновным.
20Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει· εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον.
21Невинен я; не хочу знать души моей, презираю жизнь мою.
21Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου· ηθελον καταφρονησει την ζωην μου.
22Все одно; поэтому я сказал, что Он губит и непорочного и виновного.
22[] Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.
23Если этого поражает Он бичом вдруг, то пытке невинных посмевается.
23Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων.
24Земля отдана в руки нечестивых; лица судей ее Он закрывает. Если не Он, то кто же?
24Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους· αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης· αν ουχι αυτος, που και τις ειναι;
25Дни мои быстрее гонца, – бегут, не видят добра,
25[] Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι· φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.
26несутся, как легкие ладьи, как орел стремится на добычу.
26Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα· ως αετος πετωμενος επι το θηραμα.
27Если сказать мне: забуду я жалобы мои, отложу мрачный вид свой иободрюсь;
27Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη·
28то трепещу всех страданий моих, зная, что Ты не объявишь меня невинным.
28τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει.
29Если же я виновен, то для чего напрасно томлюсь?
29Ειμαι ασεβης· δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην;
30Хотя бы я омылся и снежною водою и совершенно очистил руки мои,
30Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου·
31то и тогда Ты погрузишь меня в грязь, и возгнушаются мною одежды мои.
31συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι.
32Ибо Он не человек, как я, чтоб я мог отвечать Ему и идти вместе с Ним на суд!
32Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.
33Нет между нами посредника, который положил бы руку свою на обоих нас.
33Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας.
34Да отстранит Он от меня жезл Свой, и страх Его да не ужасает меня, –
34Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη·
35и тогда я буду говорить и не убоюсь Его, ибо я не таков сам в себе.
35τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον· διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.