1Когда же сошел Он с горы, за Ним последовало множество народа.
1[] Οτε δε κατεβη απο του ορους, ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι.
2И вот подошел прокаженный и, кланяясь Ему, сказал: Господи! если хочешь, можешь меня очистить.
2Και ιδου, λεπρος ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων· Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
3Иисус, простерши руку, коснулся его и сказал: хочу, очистись. И он тотчас очистился от проказы.
3Και εκτεινας την χειρα ο Ιησους ηγγισεν αυτον, λεγων· Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς εκαθαρισθη η λεπρα αυτου.
4И говорит ему Иисус: смотри, никому не сказывай, но пойди, покажи себя священнику и принесидар, какой повелел Моисей, во свидетельство им.
4Και λεγει προς αυτον ο Ιησους· Προσεχε μη ειπης τουτο εις μηδενα, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε το δωρον, το οποιον προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.
5Когда же вошел Иисус в Капернаум, к Нему подошел сотник и просил Его:
5[] Οτε δε εισηλθεν ο Ιησους εις Καπερναουμ, προσηλθε προς αυτον εκατονταρχος παρακαλων αυτον
6Господи! слуга мой лежит дома в расслаблении и жестоко страдает.
6και λεγων· Κυριε, ο δουλος μου κειται εν τη οικια παραλυτικος, δεινως βασανιζομενος.
7Иисус говорит ему: Я приду и исцелю его.
7Και λεγει προς αυτον ο Ιησους· Εγω ελθων θελω θεραπευσει αυτον.
8Сотник же, отвечая, сказал: Господи! я недостоин, чтобы Ты вошел под кров мой, но скажи только слово, и выздоровеет слуга мой;
8Και αποκριθεις ο εκατονταρχος ειπε· Κυριε, δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου· αλλα μονον ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.
9ибо я и подвластный человек, но, имея у себя в подчинении воинов, говорю одному: пойди, и идет; и другому: приди, и приходит; и слуге моему: сделай то, и делает.
9Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υπο εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει, και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.
10Услышав сие, Иисус удивился и сказал идущим за Ним: истинно говорю вам, и в Израиле не нашел Я такой веры.
10Ακουσας δε ο Ιησους εθαυμασε και ειπε προς τους ακολουθουντας· Αληθως σας λεγω, ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.
11Говорю же вам, что многие придут с востока и запада и возлягут с Авраамом, Исааком и Иаковом в Царстве Небесном;
11Σας λεγω δε οτι πολλοι θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και θελουσι καθησει μετα του Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων,
12а сыны царства извержены будут во тьму внешнюю: там будет плач и скрежет зубов.
12οι δε υιοι της βασιλειας θελουσιν εκβληθη εις το σκοτος το εξωτερον· εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.
13И сказал Иисус сотнику: иди, и, как ты веровал, да будет тебе. И выздоровел слуга его в тот час.
13Και ειπεν ο Ιησους προς τον εκατονταρχον, Υπαγε, και ως επιστευσας, ας γεινη εις σε. Και ιατρευθη ο δουλος αυτου εν τη ωρα εκεινη.
14Придя в дом Петров, Иисус увидел тещу его, лежащую в горячке,
14[] Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του Πετρου, ειδε την πενθεραν αυτου κατακοιτον και πασχουσαν πυρετον·
15и коснулся руки ее, и горячка оставила ее; и она встала и служила им.
15και επιασε την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος, και εσηκωθη και υπηρετει αυτους.
16Когда же настал вечер, к Нему привели многих бесноватых, и Он изгнал духов словом и исцелил всех больных,
16Και οτε εγεινεν εσπερα, εφεραν προς αυτον δαιμονιζομενους πολλους, και εξεβαλε τα πνευματα με λογον και παντας τους κακως εχοντας εθεραπευσε,
17да сбудется реченное через пророка Исаию, который говорит: Он взял на Себя наши немощи и понес болезни.
17δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος· Αυτος τας ασθενειας ημων ελαβε και τας νοσους εβαστασεν.
18Увидев же Иисус вокруг Себя множество народа, велел ученикам отплыть на другую сторону.
18[] Ιδων δε ο Ιησους πολλους οχλους περι εαυτον, προσεταξε να αναχωρησωσιν εις το περαν.
19Тогда один книжник, подойдя, сказал Ему: Учитель! япойду за Тобою, куда бы Ты ни пошел.
19Και πλησιασας εις γραμματευς ειπε προς αυτον, Διδασκαλε, θελω σοι ακολουθησει οπου αν υπαγης.
20И говорит ему Иисус: лисицы имеют норы и птицы небесные - гнезда, а Сын Человеческий не имеет, где приклонить голову.
20Και λεγει προς αυτον ο Ιησους· Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.
21Другой же из учеников Его сказал Ему: Господи! позволь мне прежде пойти и похоронить отца моего.
21Αλλος δε εκ των μαθητων αυτου ειπε προς αυτον· Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον και να θαψω τον πατερα μου.
22Но Иисус сказал ему: иди за Мною, и предоставь мертвым погребать своих мертвецов.
22Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον· Ακολουθει μοι και αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους.
23И когда вошел Он в лодку, за Ним последовали ученикиЕго.
23[] Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, ηκολουθησαν αυτον οι μαθηται αυτου.
24И вот, сделалось великое волнение на море, так что лодка покрывалась волнами; а Он спал.
24Και ιδου, τρικυμια μεγαλη εγεινεν εν τη θαλασση, ωστε το πλοιον εσκεπαζετο υπο των κυματων· αυτος δε εκοιματο.
25Тогда ученики Его, подойдя к Нему, разбудили Его и сказали: Господи! спаси нас, погибаем.
25Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εξυπνισαν αυτον, λεγοντες· Κυριε, σωσον ημας, χανομεθα.
26И говорит им: что вы так боязливы, маловерные? Потом, встав, запретил ветрам и морю, и сделалась великая тишина.
26Και λεγει προς αυτους· Δια τι εισθε δειλοι, ολιγοπιστοι; Τοτε σηκωθεις επετιμησε τους ανεμους και την θαλασσαν, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
27Люди же, удивляясь, говорили: кто это, что и ветры и море повинуются Ему?
27Οι δε ανθρωποι εθαυμασαν, λεγοντες· Οποιος ειναι ουτος, οτι και οι ανεμοι και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;
28И когда Он прибыл на другой берег встрану Гергесинскую, Его встретили два бесноватые, вышедшие из гробов, весьма свирепые, так что никто не смел проходить тем путем.
28[] Και οτε ηλθεν εις το περαν εις την χωραν των Γεργεσηνων, υπηντησαν αυτον δυο δαιμονιζομενοι εξερχομενοι εκ των μνημειων, αγριοι καθ' υπερβολην, ωστε ουδεις ηδυνατο να περαση δια της οδου εκεινης.
29И вот, они закричали: что Тебе до нас, Иисус, Сын Божий? пришел Ты сюда прежде времени мучить нас.
29Και ιδου, εκραξαν λεγοντες· Τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου, Υιε του Θεου; ηλθες εδω προ καιρου να μας βασανισης;
30Вдали же от них паслось большое стадо свиней.
30Ητο δε μακραν απ' αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη.
31И бесы просили Его: если выгонишь нас, то пошли нас в стадо свиней.
31Και οι δαιμονες παρεκαλουν αυτον, λεγοντες· Εαν μας εκβαλης, επιτρεψον εις ημας να απελθωμεν εις την αγελην των χοιρων.
32И Он сказал им: идите. И они, выйдя, пошли в стадо свиное. И вот, все стадо свиней бросилось с крутизны в море и погибло в воде.
32Και ειπε προς αυτους· Υπαγετε. Και εκεινοι εξελθοντες υπηγαν εις την αγελην των χοιρων· και ιδου, ωρμησε πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την θαλασσαν και απεθανον εν τοις υδασιν.
33Пастухи же побежали и, придя в город, рассказали обо всем, и о том, что было с бесноватыми.
33Οι δε βοσκοντες εφυγον και ελθοντες εις την πολιν, απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων.
34И вот, весь город вышел навстречу Иисусу; и, увидев Его, просили, чтобы Он отошел от пределов их.
34Και ιδου, πασα η πολις εξηλθεν εις συναντησιν του Ιησου, και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν να μεταβη απο των οριων αυτων.