1И отправились сыны Израилевы, и остановились на равнинах Моава,при Иордане, против Иерихона.
1[] Και σηκωθεντες οι υιοι Ισραηλ εστρατοπεδευσαν εις τας πεδιαδας του Μωαβ, παρα τον Ιορδανην, κατεναντι της Ιεριχω.
2И видел Валак, сын Сепфоров, все, что сделал Израиль Аморреям;
2Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ειδε παντα οσα εκαμεν ο Ισραηλ εις τους Αμορραιους.
3и весьма боялись Моавитяне народа сего, потому что он был многочислен; и устрашились Моавитяне сынов Израилевых.
3Και εφοβηθη ο Μωαβ τον λαον σφοδρα, διοτι ησαν πολλοι· και ητο ο Μωαβ εις αμηχανιαν εξ αιτιας των υιων Ισραηλ.
4И сказали Моавитяне старейшинам Мадиамским: этот народ поедает теперьвсе вокруг нас, как вол поедает траву полевую. Валак же, сын Сепфоров, был царем Моавитян в то время.
4Και ειπεν ο Μωαβ προς τους πρεσβυτερους του Μαδιαμ, Τωρα θελει καταφαγει το πληθος τουτο παντα τα περιξ ημων, καθως ο βους κατατρωγει τον χορτον της πεδιαδος. Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ητο βασιλευς των Μωαβιτων κατ' εκεινον τον καιρον.
5И послал он послов к Валааму, сыну Веорову, в Пефор, который на реке Евфрате , в земле сынов народа его, чтобы позвать его и сказать: вот, народ вышел из Египта и покрыл лице земли, и живет он подле меня;
5Και απεστειλε πρεσβεις προς τον Βαλααμ, υιον του Βεωρ, εις Φεθορα, κειμενην πλησιον του ποταμου της γης των υιων του λαου αυτου, δια να προσκαλεση αυτον, λεγων, Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου· ιδου, περικαλυπτει το προσωπον της γης, και καθηται εναντιον μου·
6итак приди, прокляни мне народ сей, ибо он сильнее меня: может быть, я тогда буду в состоянии поразить его и выгнать его из земли; я знаю, что кого ты благословишь, тот благословен, и кого ты проклянешь, тот проклят.
6τωρα λοιπον ελθε, σε παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον, διοτι ειναι δυνατωτερος μου· ισως υπερισχυσω, να παταξωμεν αυτους και να εκδιωξω αυτους εκ της γης· επειδη εξευρω, οτι οντινα ευλογησης ειναι ευλογημενος, και οντινα καταρασθης ειναι κατηραμενος.
7И пошли старейшины Моавитские и старейшины Мадиамские, с подаркамив руках за волхвование, и пришли к Валааму, и пересказали ему слова Валаковы.
7Και υπηγαν οι πρεσβυτεροι του Μωαβ και οι πρεσβυτεροι του Μαδιαμ, φεροντες τα δωρα της μαντειας εις τας χειρας αυτων· και ηλθον προς Βαλααμ και ειπον προς αυτον τους λογους του Βαλακ.
8И сказал он им: переночуйте здесь ночь, и дам вам ответ, как скажет мне Господь. И остались старейшины Моавитские у Валаама.
8Ο δε ειπε προς αυτους, Μεινατε ενταυθα ταυτην την νυκτα και θελω αποκριθη εις εσας ο, τι λαληση ο Κυριος προς εμε. Και εμειναν μετα του Βαλααμ οι αρχοντες του Μωαβ.
9И пришел Бог к Валааму и сказал: какие это люди у тебя?
9Και ηλθεν ο Θεος εις τον Βαλααμ και ειπε, Τι θελουσιν οι ανθρωποι ουτοι μετα σου;
10Валаам сказал Богу: Валак, сын Сепфоров, царь Моавитский, прислал их ко мне сказать :
10Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Θεον, Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ, βασιλευς του Μωαβ, απεστειλε προς εμε λεγων,
11вот, народ вышел из Египта и покрыл лице земли, итак приди, прокляни мне его; может быть я тогда буду в состоянии сразиться с ним и выгнать его.
11Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου και κατεκαλυψε το προσωπον της γης· ελθε τωρα, καταρασθητι μοι αυτον· ισως υπερισχυσω να νικησω αυτον και να εκδιωξω αυτον.
12И сказал Бог Валааму: не ходи с ними, не проклинай народа сего, ибо он благословен.
12Και ειπεν ο Θεος προς τον Βαλααμ, Μη υπαγης μετ' αυτων· μη καταρασθης τον λαον, διοτι ειναι ευλογημενος.
13И встал Валаам поутру и сказал князьям Валаковым: пойдите в землю вашу, ибо не хочет Господь позволить мне идти с вами.
13Και σηκωθεις την αυγην ο Βαλααμ ειπε προς τους αρχοντας του Βαλακ, Υπαγετε εις την γην σας· διοτι δεν μοι συγχωρει ο Κυριος να ελθω μεθ' υμων.
14И встали князья Моавитские, и пришли к Валаку, и сказали ему : не согласился Валаам идти с нами.
14Και σηκωθεντες οι αρχοντες του Μωαβ, ηλθον προς τον Βαλακ και ειπον, Δεν θελει ο Βαλααμ να ελθη μεθ' ημων.
15Валак послал еще князей, более и знаменитеетех.
15[] Και ο Βαλακ απεστειλε παλιν αρχοντας περισσοτερους και εντιμοτερους τουτων·
16И пришли они к Валааму и сказали ему: так говорит Валак, сын Сепфоров: не откажись придти ко мне;
16και ηλθον προς τον Βαλααμ και ειπον προς αυτον, ουτω λεγει Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ· Μη εμποδισθης, σε παρακαλω, να ελθης προς εμε·
17я окажу тебе великую почесть и сделаю тебе все, что ни скажешь мне; приди же, прокляни мне народ сей.
17διοτι θελω σε τιμησει με μεγαλας τιμας, και θελω καμει παν ο, τι μοι ειπης· ελθε λοιπον, παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον.
18И отвечал Валаам и сказал рабам Валаковым: хотя бы Валак давал мне полный свой дом серебра и золота, не могу преступить повеления Господа, Бога моего, и сделать что-либо малое или великое по своему произволу;
18Και απεκριθη ο Βαλααμ και ειπε προς τους δουλους του Βαλακ, Και εαν μοι δωση ο Βαλακ την οικιαν αυτου πληρη αργυριου και χρυσιου, δεν δυναμαι να παραβω τον λογον Κυριου του Θεου μου, δια να καμω ολιγωτερον η περισσοτερον·
19впрочем, останьтесь здесь и вы на ночь, и я узнаю, что еще скажет мне Господь.
19δια τουτο μεινατε ενταυθα, παρακαλω, και σεις την νυκτα ταυτην, δια να ιδω τι θελει ειπει οτι ο Κυριος προς εμε.
20И пришел Бог к Валааму ночью и сказал ему: если люди сии пришли звать тебя, встань, пойди с ними; но только делай то, что Я буду говорить тебе.
20Και ηλθεν ο Θεος προς τον Βαλααμ την νυκτα και ειπε προς αυτον, Εαν ελθωσιν οι ανθρωποι δια να σε καλεσωσι, σηκωθεις υπαγε μετ' αυτων· πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις καμει.
21Валаам встал поутру, оседлал ослицу свою и пошел с князьями Моавитскими.
21Και εσηκωθη ο Βαλααμ το πρωι, και εσαμαρωσε την ονον αυτου και υπηγε μετα των αρχοντων του Μωαβ.
22И воспылал гнев Божий за то, что он пошел, и стал Ангел Господень на дороге, чтобы воспрепятствовать ему. Он ехал на ослице своей и с ними двое слуг его.
22[] Και εξηφθη η οργη του Θεου οτι υπηγε· και εσταθη αγγελος Κυριου εν τη οδω εμπροσθεν αυτου, δια να εναντιωθη εις αυτον· αυτος δε εκαθητο επι της ονου αυτου και δυο δουλοι αυτου ησαν μετ' αυτου·
23И увидела ослица Ангела Господня, стоящего на дороге с обнаженным мечом в руке, и своротила ослица с дороги, и пошлана поле; а Валаам стал бить ослицу, чтобы возвратить ее на дорогу.
23και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω, και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου, εξεκλινεν η ονος εκ της οδου και υπηγαινεν προς την πεδιαδα· και εκτυπησεν ο Βαλααμ την ονον, δια να επαναφερη αυτην εις την οδον.
24И стал Ангел Господень на узкой дороге, между виноградниками, где с одной стороны стена и с другой стороны стена.
24Αλλ' ο αγγελος του Κυριου εσταθη εν μια στενη οδω των αμπελωνων, οπου ητο φραγμος εντευθεν και φραγμος εντευθεν·
25Ослица, увидев Ангела Господня, прижалась к стене и прижала ногу Валаамову к стене; и он опять стал бить ее.
25και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, προσεθλιψεν εαυτην προς τον τοιχον και συνεθλιψε τον ποδα του Βαλααμ εις τον τοιχον· αυτος δε εκτυπησεν αυτην παλιν.
26Ангел Господень опять перешел и стал в тесномместе, где некуда своротить, ни направо, ни налево.
26Και ο αγγελος του Κυριου υπηγε παρεμπρος, και εσταθη εν στενω τοπω, οπου δεν ητο οδος δια να εκκλινη δεξια η αριστερα·
27Ослица, увидев Ангела Господня, легла под Валаамом. И воспылал гнев Валаама, и стал он бить ослицупалкою.
27και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, συνεκαθησεν υποκατω του Βαλααμ· και θυμωθεις ο Βαλααμ, εκτυπησε την ονον δια της ραβδου.
28И отверз Господь уста ослицы, и она сказала Валааму: что я тебесделала, что ты бьешь меня вот уже третий раз?
28Και ηνοιξεν ο Κυριος το στομα της ονου· και ειπε προς τον Βαλααμ, Τι σοι εκαμα, και με εκτυπησας τριτην ταυτην φοραν;
29Валаам сказал ослице: за то, что ты поругалась надо мною; если бы у меня в руке был меч, то я теперь же убил бы тебя.
29Και ειπεν ο Βαλααμ προς την ονον, Διοτι με ενεπαιξας· ειθε να ειχον μαχαιραν εν τη χειρι μου, διοτι τωρα ηθελον σε θανατωσει.
30Ослица же сказала Валааму: не я ли твоя ослица, на которой ты ездил сначала до сего дня? имела ли я привычку так поступать с тобою? Он сказал: нет.
30Και η ονος ειπε προς τον Βαλααμ, Δεν ειμαι εγω η ονος σου, επι της οποιας εκαθιζες αφ' ου χρονου με εχεις εως της ημερας ταυτης; ημην ποτε συνειθισμενη να καμνω ουτως εις σε; Ο δε ειπεν, Ουχι.
31И открыл Господь глаза Валааму, и увидел он Ангела Господня, стоящего на дороге с обнаженным мечом в руке, и преклонился, и пал на лице свое.
31Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του Βαλααμ, και ειδε τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου· και κυψας προσεκυνησεν επι προσωπον αυτου.
32И сказал ему Ангел Господень: за что ты бил ослицу твою вот уже три раза? Я вышел, чтобы воспрепятствовать тебе , потому что путь твой не прав предо Мною;
32Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Κυριου, Δια τι εκτυπησας την ονον σου τριτην ταυτην φοραν; ιδου, εγω εξηλθον δια να σοι εναντιωθω, διοτι ο δρομος σου ειναι διεστραμμενος ενωπιον μου·
33и ослица, видев Меня, своротила от Меня вот уже три раза; если бы она не своротила от Меня, то Я убил бы тебя, а ее оставил бы живою.
33και ιδουσα με η ονος εξεκλινεν απ' εμου τριτην ταυτην φοραν· αλλως, εαν δεν εξεκλινεν απ' εμου τωρα σε μεν ηθελον φονευσει, εκεινην δε ηθελον αφησει ζωσαν.
34И сказал Валаам Ангелу Господню: согрешил я, ибо не знал, что Ты стоишь против меня на дороге; итак, если это неприятно в очах Твоих,то я возвращусь.
34Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον αγγελον του Κυριου, Ημαρτησα· διοτι δεν ηξευρον οτι συ εστεκες εν τη οδω εναντιον μου· οθεν τωρα, εαν δεν ηναι αρεστον εις σε, επιστρεφω.
35И сказал Ангел Господень Валааму: пойди с людьми сими, только говори то, что Я буду говорить тебе. И пошел Валаам с князьями Валаковыми.
35Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Βαλααμ, Υπαγε μετα των ανθρωπων· πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις λαλησει. Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα των αρχοντων του Βαλακ.
36Валак, услышав, что идет Валаам, вышел навстречу ему в город Моавитский, который на границе при Арноне, что у самого предела.
36[] Και ακουσας ο Βαλακ οτι ηρχετο ο Βαλααμ, εξηλθε να προυπαντηση αυτον, εως εις πολιν τινα του Μωαβ, κειμενην εν τοις οριοις του Αρνων, οστις ειναι το εσχατον οριον.
37И сказал Валак Валааму: не посылал ли я к тебе, звать тебя? почемуты не шел ко мне? неужели я в самом деле не могу почтитьтебя?
37Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Δεν απεστειλα προς σε μετα σπουδης να σε καλεσω; δια τι δεν ηλθες προς εμε; μηπως δεν ειμαι ικανος να σε τιμησω;
38И сказал Валаам Валаку: вот, я и пришел к тебе, но могу ли я что от себя сказать? что вложит Бог в уста мои, то и буду говорить.
38Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Ιδου, ηλθον προς σε· εχω τωρα την δυναμιν να λαλησω τι; οντινα λογον βαλη ο Θεος εις το στομα μου, τουτον θελω λαλησει.
39И пошел Валаам с Валаком и пришли в Кириаф-Хуцоф.
39Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα του Βαλακ, και ηλθον εις Κιριαθ-ουζωθ.
40И заколол Валак волов и овец, и послал к Валааму и князьям, которые были с ним.
40Και εθυσιασεν ο Βαλακ βοας και προβατα, και επεμψεν εξ αυτων προς τον Βαλααμ και προς τους αρχοντας τους μετ' αυτου.
41На другой день утром Валак взял Валаама и возвел его на высотыВааловы, чтобы он увидел оттуда часть народа.
41Και το πρωι ελαβεν ο Βαλακ τον Βαλααμ, και ανεβιβασεν αυτον επι τους υψηλους τοπους του Βααλ, και εκειθεν ειδε την ακραν του λαου.