1И сказал Валаам Валаку: построй мне здесь семь жертвенников иприготовь мне семь тельцов и семь овнов.
1[] Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Οικοδομησον μοι ενταυθα επτα βωμους και ετοιμασον μοι ενταυθα επτα μοσχους και επτα κριους.
2Валак сделал так, как говорил Валаам, и вознесли Валак и Валаам по тельцу и по овну на каждом жертвеннике.
2Και εκαμεν ο Βαλακ καθως ειπεν ο Βαλααμ· και προσεφεραν ο Βαλακ και ο Βαλααμ μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.
3И сказал Валаам Валаку: постой у всесожжения твоего, а я пойду; может быть, Господь выйдет мне навстречу, и что Он откроет мне, я объявлю тебе. И пошел на возвышенное место.
3Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Στηθι πλησιον του ολοκαυτωματος σου και εγω θελω υπαγει ισως φανη ο Κυριος εις συναντησιν μου· και ο, τι δειξη εις εμε, τουτο θελω σοι αναγγειλει. Και υπηγεν εις τοπον υψηλον.
4И встретился Бог с Валаамом, и сказал ему Валаам : семь жертвенников устроил я и вознес по тельцу и по овну на каждом жертвеннике.
4Και συνηντησεν ο Θεος τον Βαλααμ· και ειπε προς αυτον, Ητοιμασα τους επτα βωμους, και προσεφερα μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.
5И вложил Господь слово в уста Валаамовы и сказал: возвратись к Валаку и так говори.
5Και εβαλεν ο Κυριος λογον εις το στομα του Βαλααμ και ειπεν, Επιστρεψον προς τον Βαλακ, και ουτω θελεις ειπει.
6И возвратился к нему, и вот, он стоит у всесожжения своего, он и все князья Моавитские.
6Και επεστρεψε προς αυτον, και ιδου, ιστατο πλησιον του ολοκαυτωματος αυτου, αυτος και παντες οι αρχοντες του Μωαβ.
7И произнес притчу свою и сказал: из Месопотамии привел меня Валак, царь Моава, от гор восточных: приди, прокляни мне Иакова, приди, изреки зло на Израиля!
7Και ηρχισε την παραβολην αυτου και ειπε, Βαλακ με εφερεν εκ της Αραμ, ο βασιλευς του Μωαβ εκ των ορεων των προς ανατολας, λεγων, Ελθε, καταρασθητι μοι τον Ιακωβ· και ελθε, αναθεματισον τον Ισραηλ.
8Как прокляну я? Бог не проклинает его. Как изрекузло? Господь не изрекает на него зла.
8Πως να καταρασθω τον οποιον ο Θεος δεν καταραται; η πως να αναθεματισω τον οποιον ο Κυριος δεν ανεθεματισε;
9С вершины скал вижу я его, и с холмов смотрю на него: вот, народживет отдельно и между народами не числится.
9Διοτι απο της κορυφης των ορεων βλεπω αυτον, και απο των λοφων θεωρω αυτον· ιδου, λαος, οστις θελει κατοικησει μονος, και δεν θελει λογαριασθη μεταξυ των εθνων·
10Кто исчислит песок Иакова и число четвертой частиИзраиля? Да умрет душа моя смертью праведников, и да будет кончина моя, как их!
10τις δυναται να αριθμηση την αμμον του Ιακωβ, και τον αριθμον του τεταρτου του Ισραηλ; ειθε να αποθανω κατα τον θανατον των δικαιων, και το τελος μου να ηναι ομοιον με το τελος αυτου.
11И сказал Валак Валааму: что ты со мною делаешь? я взял тебя, чтобыпроклясть врагов моих, а ты, вот, благословляешь?
11Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Τι μοι εκαμες; δια να καταρασθης τους εχθρους μου σε παρελαβον· και ιδου, συ ευλογων ευλογησας αυτους.
12И отвечал он и сказал: не должен ли я в точности сказать то, чтовлагает Господь в уста мои?
12Ο δε αποκριθεις ειπε, Δεν πρεπει να προσεξω ο, τι ο Κυριος εβαλεν εις το στομα μου, τουτο να ειπω;
13И сказал ему Валак: пойди со мною на другое место, с которого ты увидишь его, но только часть его увидишь, а всего его не увидишь; и проклянимне его оттуда.
13[] Και ειπε προς αυτον ο Βαλακ, Ελθε, παρακαλω, μετ' εμου εις αλλον τοπον, οθεν θελεις ιδει αυτον· μονον την ακραν αυτου θελεις ιδει, το δε ολον αυτου δεν θελεις ιδει· και καταρασθητι μοι αυτον εκειθεν.
14И взял его на место стражей, на вершину горы Фасги, и построил семь жертвенников, и вознес по тельцу и по овну на каждомжертвеннике.
14Και εφερεν αυτον εις την πεδιαδα Ζοφιμ επι την κορυφην του Φασγα, και ωκοδομησεν επτα βωμους και προσεφερε μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.
15И сказал Валаам Валаку: постой здесь у всесожжения твоего, а я пойдутуда навстречу Богу .
15Και ειπε προς τον Βαλακ, Στηθι αυτου πλησιον του ολοκαυτωματος σου και εγω θελω συναντησει εκει τον Κυριον.
16И встретился Господь с Валаамом, и вложил слово в уста его, исказал: возвратись к Валаку и так говори.
16Και συνηντησεν ο Κυριος τον Βαλααμ, και εβαλε λογον εις το στομα αυτου και ειπεν, Επιστρεψον προς τον Βαλακ και ειπε ουτω.
17И пришел к нему, и вот, он стоит у всесожжения своего, и с ним князья Моавитские. Исказал ему Валак: что говорил Господь?
17Και ηλθε προς αυτον· και ιδου, αυτος ιστατο πλησιον του ολοκαυτωματος αυτου και οι αρχοντες του Μωαβ μετ' αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Βαλακ, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
18Он произнес притчу свою и сказал: встань, Валак, и послушай, внимай мне, сын Сепфоров.
18Και αρχισας την παραβολην αυτου ειπε, Σηκωθητι, Βαλακ, και ακουσον· δος ακροασιν εις εμε, συ ο υιος του Σεπφωρ·
19Бог не человек, чтоб Ему лгать, и не сын человеческий, чтоб Ему изменяться. Он ли скажет и не сделает? будет говорить ине исполнит?
19ο Θεος δεν ειναι ανθρωπος να ψευσθη, ουτε υιος ανθρωπου να μεταμεληθη· αυτος ειπε και δεν θελει εκτελεσει; η ελαλησε και δεν θελει εμμεινει;
20Вот, благословлять начал я, ибо Он благословил, и я не могу изменить сего.
20Ιδου, ευλογιαν παρελαβον· και ευλογησε· και εγω δεν δυναμαι να μεταστρεψω αυτην.
21Не видно бедствия в Иакове, и не заметно несчастья в Израиле;Господь, Бог его, с ним, и трубный царский звук у него;
21Δεν εθεωρησεν ανομιαν εις τον Ιακωβ, ουδε ειδε διαστροφην εις τον Ισραηλ· Κυριος ο Θεος αυτου ειναι μετ' αυτου, και αλαλαγμος βασιλεως ειναι μεταξυ αυτων.
22Бог вывел их из Египта, быстрота единорога у него;
22Ο Θεος εξηγαγεν αυτους εξ Αιγυπτου· εχουσιν ως δυναμιν μονοκερωτος.
23нет волшебства в Иакове и нет ворожбы в Израиле. В свое время скажут об Иакове и об Израиле: вот что творит Бог!
23Βεβαιως ουδεμια γοητεια δεν ισχυει κατα του Ιακωβ, ουδε μαντεια κατα του Ισραηλ· κατα καιρον θελει λαληθη περι του Ιακωβ και περι του Ισραηλ, Τι κατωρθωσεν ο Θεος.
24Вот, народ как львица встает и как лев поднимается; не ляжет, пока не съест добычи и не напьется крови убитых.
24Ιδου, ο λαος θελει σηκωθη ως λεων, και θελει εγερθη ως σκυμνος· δεν θελει κοιμηθη εωσου φαγη το θηραμα, και πιη το αιμα των πεφονευμενων.
25И сказал Валак Валааму: ни клясть не кляни его, ни благословлять не благословляй его.
25Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Μητε να καταρασθης αυτους διολου μητε να ευλογησης αυτους διολου.
26И отвечал Валаам и сказал Валаку: не говорил ли я тебе, что я буду делать все то, что скажет мне Господь?
26Αποκριθεις δε ο Βαλααμ ειπε προς τον Βαλακ, Δεν σε ελαλησα, λεγων, Παν ο, τι μοι ειπη ο Κυριος, τουτο πρεπει να καμω;
27И сказал Валак Валааму: пойди, я возьму тебя на другое место; может быть, угодно будет Богу, иоттуда проклянешь мне его.
27Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Ελθε, παρακαλω, θελω σε φερει εις αλλον τοπον, ισως θελει αρεσει εις τον Θεον να μοι καταρασθης αυτον εκειθεν.
28И взял Валак Валаама на верх Фегора, обращенного к пустыне.
28Και εφερεν ο Βαλακ τον Βαλααμ επι την κορυφην του Φεγωρ, το οποιον βλεπει προς Γεσιμων.
29И сказал Валаам Валаку: построй мне здесь семь жертвенников иприготовь мне здесь семь тельцов и семь овнов.
29Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, οικοδομησον μοι ενταυθα επτα βωμους και ετοιμασον μοι ενταυθα επτα μοσχους και επτα κριους.
30И сделал Валак, как сказал Валаам, и вознес по тельцу и овну на каждом жертвеннике.
30και εκαμεν ο Βαλακ ως ειπεν ο Βαλααμ και προσεφερε μοσχον και κριον εφ' εκαστον βωμον.