1Zvino Jesu azere neMweya Mutsvene wakadzoka achibva paJoridhani, akatungamirirwa neMweya kurenje,
1[] Ο δε Ιησους, πληρης Πνευματος Αγιου, υπεστρεψεν απο τον Ιορδανην και εφερετο δια του Πνευματος εις την ερημον,
2achiidzwa nadhiabhorosi mazuva makumi mana. Uye wakange asingadyi chinhu nemazuva iwayo; zvino akati apera pakupedzisira akazonzwa nzara.
2πειραζομενος υπο του διαβολου ημερας τεσσαρακοντα, και δεν εφαγεν ουδεν τας ημερας εκεινας· αφου δε αυται ετελειωσαν, υστερον επεινασε.
3Zvino dhiabhorosi akati kwaari: Kana uri Mwanakomana waMwari, udza ibwe iri kuti rive chingwa.
3Και ειπε προς αυτον ο διαβολος· Εαν εισαι Υιος του Θεου, ειπε προς τον λιθον τουτον να γεινη αρτος.
4Jesu akamupindura, achiti: Kwakanyorwa kuti: Munhu haangararami nechingwa chete, asi neshoko rimwe nerimwe raMwari.
4Και απεκριθη ο Ιησους προς αυτον, λεγων· ειναι γεγραμμενον οτι με αρτον μονον δεν θελει ζησει ο ανθρωπος, αλλα με παντα λογον Θεου.
5Dhiabhorosi ndokumutora akamutungamidza pagomo refu, akamuratidza ushe hwose hwenyika nechinguvana.
5Και αναβιβασας αυτον ο διαβολος εις ορος υψηλον, εδειξεν εις αυτον παντα τα βασιλεια της οικουμενης εν μια στιγμη χρονου,
6Dhiabhorosi ndokuti kwaari: Simba iri rose ndichakupa nekukudzwa kwahwo, nekuti ndakaripiwa ini, uye ndinoripa ani nani wandinoda.
6και ειπε προς αυτον ο διαβολος· εις σε θελω δωσει απασαν την εξουσιαν ταυτην και την δοξαν αυτων, διοτι εις εμε ειναι παραδεδομενη, και εις οντινα θελω διδω αυτην.
7Naizvozvo iwe kana ukandishumira pamberi pangu, zvose zvichava zvako.
7Συ λοιπον εαν προσκυνησης ενωπιον μου, σου θελουσιν εισθαι παντα.
8Jesu akapindura akati kwaari: Ibva shure kwangu, Satani; nekuti kwakanyorwa kuchinzi: Uchamata Ishe, Mwari wako, uye umushumire iye oga.
8Και αποκριθεις προς αυτον, ειπεν ο Ιησους· Υπαγε οπισω μου, Σατανα· διοτι ειναι γεγραμμενον, θελεις προσκυνησει Κυριον τον Θεον σου και αυτον μονον θελεις λατρευσει.
9Akaenda naye kuJerusarema, akamuisa pachiruvu chetembere, akati kwaari: Kana uri Mwanakomana waMwari, zviwisire pasi uchibva pano;
9Και εφερεν αυτον εις Ιερουσαλημ και εστησεν αυτον επι το πτερυγιον του ιερου και ειπε προς αυτον· Εαν εισαι ο Υιος του Θεου, ριψον σεαυτον εντευθεν κατω·
10nekuti kwakanyorwa kuchinzi: Ucharaira vatumwa vake pamusoro pako, kuti vakuchengete;
10διοτι ειναι γεγραμμενον οτι εις τους αγγελους αυτου θελει προσταξει περι σου, δια να σε διαφυλαξωσι,
11uye: Pamaoko vachakugamha, zvimwe ungagumbusa rutsoka rwako pabwe.
11και οτι θελουσι σε σηκονει επι των χειρων αυτων, δια να μη προσκοψης προς λιθον τον ποδα σου.
12Jesu achipindura, akati kwaari: Kwakanzi: Usaidza Ishe Mwari wako.
12Και αποκριθεις ειπε προς αυτον ο Ιησους οτι ειναι ειρημενον, δεν θελεις πειρασει Κυριον τον Θεον σου.
13Dhiabhorosi akati apedza muedzo wose, akabva kwaari kusvikira pane imwe nguva.
13Και αφου ετελειωσε παντα πειρασμον ο διαβολος, απεμακρυνθη απ' αυτου μεχρι καιρου.
14Zvino Jesu wakadzokera kuGarirea nesimba reMweya; mukurumbira wake ukabudira kudunhu rose rakapoteredza.
14[] Και ο Ιησους υπεστρεψεν εν τη δυναμει του Πνευματος εις την Γαλιλαιαν· και εξηλθε φημη περι αυτου καθ' ολην την περιχωρον.
15Iye ndokudzidzisa mumasinagoge avo, achikudzwa nevose.
15Και αυτος εδιδασκεν εν ταις συναγωγαις αυτων, δοξαζομενος υπο παντων.
16Akasvika paNazareta, paakange arerwa; netsika yake wakapinda musinagoge nemusi wesabata, akasimuka kuti averenge.
16Και ηλθεν εις την Ναζαρετ, οπου ητο ανατεθραμμενος, και εισηλθε κατα την συνηθειαν αυτου εις την συναγωγην εν τη ημερα του σαββατου και εσηκωθη να αναγνωση.
17Akapiwa rugwaro rwomuporofita Isaya. Zvino wakati avhura rugwaro, akawana nzvimbo pakange pakanyorwa kuti:
17Και εδοθη εις αυτον το βιβλιον Ησαιου του προφητου, και ανοιξας το βιβλιον ευρε τον τοπον, οπου ητο γεγραμμενον·
18Mweya waIshe uri pamusoro pangu, nekuti wakandizodza, kuti ndiparidzire evhangeri kuvarombo; wakandituma kuti ndiporese vakavodzwa moyo, kuparidza kusunungurwa kuna vakatapwa, nekuona kumapofu, ndisunungure vakatsikirirwa,
18Πνευμα Κυριου ειναι επ' εμε, δια τουτο με εχρισε· με απεστειλε δια να ευαγγελιζωμαι προς τους πτωχους, δια να ιατρευσω τους συτετριμμενους την καρδιαν, να κηρυξω προς τους αιχμαλωτους ελευθεριαν και προς τους τυφλους αναβλεψιν, να αποστειλω τους συντεθλασμενους εν ελευθερια,
19nekudanidzira gore rakanaka raIshe.
19δια να κηρυξω ευπροσδεκτον Κυριου ενιαυτον.
20Akapeta rugwaro, akadzosera kumuranda, akagara pasi; meso avose vaiva musinagoge akamudzvokora.
20Και κλεισας το βιβλιον, απεδωκεν εις τον υπηρετην και εκαθησε· παντων δε οι οφθαλμοι των εν τη συναγωγη ησαν ατενιζοντες εις αυτον.
21Zvino akatanga kuti kwavari: Nhasi rugwaro urwu rwazadziswa munzeve dzenyu.
21Και ηρχισε να λεγη προς αυτους οτι σημερον επληρωθη η γραφη αυτη εις τα ωτα υμων.
22Vose vakapupura nezvake, vakashamisika nemashoko enyasha akabuda mumuromo make, vakati: Uyu haazi mwanakomana waJosefa here?
22Και παντες εμαρτυρουν εις αυτον και εθαυμαζον δια τους λογους της χαριτος τους εξερχομενους εκ του στοματος αυτου και ελεγον· Δεν ειναι ουτος ο υιος του Ιωσηφ;
23Akati kwavari: Zvirokwazvo muchataura kwandiri dimikira iri: Murapi, zvirape iwe; zvose zvatakanzwa zvakaitwa paKapenaumi, zviitewo muno munyika yekwako.
23Και ειπε προς αυτους· Βεβαιως θελετε με ειπει την παραβολην ταυτην· Ιατρε, θεραπευσον σεαυτον· οσα ηκουσαμεν οτι εγειναν εν τη Καπερναουμ, καμε και εδω εν τη πατριδι σου.
24Iye ndokuti: Zvirokwazvo, ndinoti kwamuri: Hakuna muporofita unogamuchirwa munyika yekwake.
24Ειπε δε· Αληθως σας λεγω οτι ουδεις προφητης ειναι δεκτος εν τη πατριδι αυτου.
25Asi chokwadi ndinoti kwamuri: Chirikadzi zhinji dzaivako kuna Israeri pamazuva aEria, apo denga rakavharwa makore matatu nemwedzi mitanhatu, kusvikira kwava nenzara huru panyika yose;
25Και επ' αληθειας σας λεγω, Πολλαι χηραι ησαν εν τω Ισραηλ επι των ημερων Ηλιου, οτε εκλεισθη ο ουρανος επι ετη τρια και μηνας εξ, καθ' ον καιρον εγεινε πεινα μεγαλη εφ' ολην την γην,
26asi Eria haana kutumwa kune umwe wavo, kunze kwekuSarepita yeSidhoni, kumukadzi chirikadzi.
26και προς ουδεμιαν αυτων επεμφθη ο Ηλιας, ειμη εις Σαρεπτα της Σιδωνος προς γυναικα χηραν.
27Uye vanemaperembudzi vazhinji vaivako kuna Israeri panguva yemuporofita Erisha; asi hakuna umwe wavo wakanatswa, kunze kwaNaamani muSiria.
27Και πολλοι λεπροι ησαν επι Ελισαιου του προφητου εν τω Ισραηλ, και ουδεις αυτων εκαθαρισθη, ειμη Νεεμαν ο Συρος.
28Ipapo vose vakange vari musinagoge vakazara nehasha, vachinzwa zvinhu izvi.
28Και επλησθησαν παντες θυμου εν τη συναγωγη, ακουοντες ταυτα,
29Ndokusimuka, vakamusundidzira kunze kweguta, vakamutinha kusvika pamawere pegomo, pakange pakavakwa guta ravo, kuti vamuposhera pasi.
29και σηκωθεντες εξεβαλον αυτον εξω της πολεως και εφεραν αυτον εως της οφρυος του ορους, επι του οποιου η πολις αυτων ητο ωκοδομημενη, δια να κατακρημνισωσιν αυτον·
30Asi iye wakapfuura nepakati pavo akaenda.
30αυτος ομως περασας δια μεσου αυτων επορευετο.
31Wakabva aburukira Kapenaume, guta reGarirea; uye waivadzidzisa nemasabata.
31[] Και κατεβη εις Καπερναουμ, πολιν της Γαλιλαιας, και εδιδασκεν αυτους εν τοις σαββασι·
32Vakashamisika nedzidziso yake, nekuti shoko rake rakange rine simba.
32και εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου, διοτι ο λογος αυτου ητο μετα εξουσιας.
33Zvino musinagoge makange mune munhu waiva ane mweya wedhimoni retsvina; akadanidzira nenzwi guru,
33Και εν τη συναγωγη ητο ανθρωπος εχων πνευμα δαιμονιου ακαθαρτου, και ανεκραξε μετα φωνης μεγαλης,
34akati: Regai! Tinei nemwi Jesu muNazareta? Mauya kuzotiparadza kanhi? Ndinokuzivai kuti ndimwi ani: Mutsvene waMwari.
34λεγων· Φευ, τι ειναι μεταξυ υμων και σου, Ιησου Ναζαρηνε; ηλθες να απολεσης ημας; Σε γνωριζω τις εισαι, ο Αγιος του Θεου.
35Zvino Jesu akautsiura, achiti: Nyarara, ubude kwaari! Dhimoni rakati ramuwisira pakati, rikabuda kwaari, risina kumukuvadza.
35Και επετιμησεν αυτο ο Ιησους, λεγων· Σιωπα και εξελθε εξ αυτου. Και το δαιμονιον ερριψεν αυτον εις το μεσον και εξηλθεν απ' αυτου, χωρις να βλαψη αυτον παντελως.
36Kushamisika kukavasvikira vose, vakataurirana, vachiti: Ishoko ripi iri? Nekuti nesimba nechikuriri unoraira mweya yetsvina, ikabuda.
36Και εξεπλαγησαν παντες και συνελαλουν προς αλληλους, λεγοντες· Τις ειναι ο λογος ουτος, οτι μετα εξουσιας και δυναμεως προσταζει τα ακαθαρτα πνευματα, και εξερχονται;
37Mukurumbira wake ukabuda kunzvimbo dzose dzedunhu rakapoteredza.
37και διεδιδετο φημη περι αυτου εις παντα τοπον της περιχωρου.
38Zvino wakasimuka akabuda musinagoge, akapinda mumba maSimoni; zvino mbuyawasha vaSimoni vakange vakabatwa nefivhiri huru; vakamukumbirira kwaari.
38Σηκωθεις δε εκ της συναγωγης, εισηλθεν εις την οικιαν του Σιμωνος. Η πενθερα δε του Σιμωνος εκρατειτο υπο πυρετου μεγαλου, και παρεκαλεσαν αυτον περι αυτης.
39Zvino akakotamira pamusoro pavo, akatsiura fivhiri, ikavarega; uye pakarepo vakasimuka vakavashandira.
39Και σταθεις επανω αυτης επετιμησε τον πυρετον, και αφηκεν αυτην και παρευθυς σηκωθεισα υπηρετει αυτους.
40Zvino zuva rakati rovira, vose vaiva nevarwere vezvirwere zvakasiyana siyana vakavauyisa kwaari; akaisa maoko pamusoro peumwe neumwe wavo akavaporesa.
40Ενω δε εδυεν ο ηλιος, παντες οσοι ειχον ασθενουντας υπο διαφορων νοσων εφεραν αυτους προς αυτον· εκεινος δε επιθεσας τας χειρας εις ενα εκαστον αυτων εθεραπευσεν αυτους.
41Nemadhimoni akabuda kuvazhinji, achidanidzira achiti: Imwi muri Kristu Mwanakomana waMwari. Akaatsiura akasaatendera kutaura, nekuti akange achiziva kuti ndiKristu.
41Εξηρχοντο δε και δαιμονια απο πολλων, κραζοντα και λεγοντα οτι Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου. Και επιτιμων αυτα δεν αφινε να λαλωσιν, επειδη εγνωριζον αυτον οτι ειναι ο Χριστος.
42Zvino kwakati kwaedza, akabuda, akaenda kunzvimbo yerenje, zvaunga zvikamutsvaka, zvikauya kwaari, zvikamudzivirira kuti arege kubva kwazviri.
42Και οτε εγεινεν ημερα, εξελθων υπηγεν εις ερημον τοπον και οι οχλοι εζητουν αυτον, και ηλθον εως αυτου και εκρατουν αυτον δια να μη αναχωρηση απ' αυτων.
43Asi wakati kwavari: Ndinofanira kuparidzira evhangeri yeushe hwaMwari kumamwe magutawo; nekuti ndizvo zvandakatumirwa.
43Ο δε ειπε προς αυτους οτι Και εις τας αλλας πολεις πρεπει να ευαγγελισω την βασιλειαν του Θεου επειδη εις τουτο ειμαι απεσταλμενος.
44Akasiparidza mumasinagoge eGarirea.
44Και εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις της Γαλιλαιας.