1Zvino zvakaitika kuti chaunga chakati chichimumbandidzira kuti vanzwe shoko raMwari, iye akamira parutivi rwegungwa reGenesareti;
1[] Ενω δε ο οχλος συνεθλιβεν αυτον δια να ακουη τον λογον του Θεου, αυτος ιστατο πλησιον της λιμνης Γεννησαρετ,
2akaona zvikepe zviviri zvimire parutivi rwegungwa; asi varedzi vakange vabuda mazviri vachisuka mimbure.
2και ειδε δυο πλοια ισταμενα παρα την λιμνην οι δε αλιεις αποβαντες απ' αυτων εξεπλυναν τα δικτυα.
3Akapinda mune chimwe chezvikepe chaiva chaSimoni, akakumbira kwaari kuti abve pavhu zvishoma. Ndokubva agara pasi, akadzidzisa zvaunga ari muchikepe.
3Εμβας δε εις εν των πλοιων, το οποιον ητο του Σιμωνος, παρεκαλεσεν αυτον να απομακρυνη αυτο ολιγον απο της γης, και καθησας εδιδασκεν εκ του πλοιου τους οχλους.
4Zvino wakati amira kutaura, akati kuna Simoni: Pinda kwakadzika udzikise mimbure yenyu kuti ubate.
4Καθως δε επαυσε λαλων, ειπε προς τον Σιμωνα· Επαναγαγε το πλοιον εις τα βαθεα και ριψατε τα δικτυα υμων δια να οψαρευσητε.
5Simoni akapindura, akati kwaari: Tenzi, tafondoka usiku hwose hwakazara, tikasabata chinhu, asi zvamadaro, ndichadzikisa mumbure.
5Και αποκριθεις ο Σιμων, ειπε προς αυτον· Διδασκαλε, δι' ολης της νυκτος κοπιασαντες δεν επιασαμεν ουδεν· αλλ' ομως επι τω λογω σου θελω ριψει το δικτυον.
6Vakati vaita izvozvi, vakakomba dutu rehove zhinji; mumbure wavo ukange wobvaruka.
6Και αφου εκαμον τουτο, συνεκλεισαν πληθος πολυ ιχθυων και διεσχιζετο το δικτυον αυτων.
7Vakaninira vamwe vavo vakange vari mune chimwe chikepe, kuti vauye vazovabatsira; vakauya vakazadza zvikepe zviri zviviri, zvekuti zvakatanga kunyura.
7Και εκαμον νευμα εις τους συντροφους τους εν τω αλλω πλοιω, δια να ελθωσι να βοηθησωσιν αυτους· και ηλθον και εγεμισαν αμφοτερα τα πλοια, ωστε εβυθιζοντο.
8Zvino Simoni Petro wakati achiona, akawira pasi pamabvi aJesu, achiti: Ibvai kwandiri, Ishe, nekuti ndiri munhu mutadzi.
8Ιδων δε ο Σιμων Πετρος, προσεπεσε προς τα γονατα του Ιησου, λεγων· Εξελθε απ' εμου, διοτι ειμαι ανθρωπος αμαρτωλος, Κυριε.
9Nekuti kushamisika kwakange kwamubata, nevose vakange vanaye, nekubatwa kwehove dzavakange vabata;
9Επειδη εκπληξις κατελαβεν αυτον και παντας τους μετ' αυτου δια την αγραν των ιχθυων, την οποιαν συνελαβον,
10saizvozvowo Jakobho naJohwani, vanakomana vaZebhedhi, vaiva vadyidzani naSimoni. Jesu ndokuti kuna Simoni: Usatya, kubva zvino ucharedza vanhu.
10ομοιως δε και τον Ιακωβον και Ιωαννην, τους υιους του Ζεβεδαιου, οιτινες ησαν συντροφοι του Σιμωνος. Και ειπε προς τον Σιμωνα ο Ιησους· Μη φοβου· απο του νυν ανθρωπους θελεις αγρευει.
11Zvino, vakati vaisa zvikepe kunyika, vakasiya zvose vakamutevera.
11Και αφου εφεραν τα πλοια επι την γην, αφησαντες απαντα ηκολουθησαν αυτον.
12Zvino zvakaitika, ari kune rimwe remaguta, tarira, murume azere maperembudzi; wakati achiona Jesu akawa nechiso, ndokumugombetedza, achiti: Ishe, kana muchida, munogona kundinatsa.
12[] Και ενω ητο εν μια των πολεων ιδου, ανθρωπος πληρης λεπρας· και ιδων τον Ιησουν, επεσε κατα προσωπον και παρεκαλεσεν αυτον, λεγων· Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
13Ndokubva atambanudza ruoko, akamubata, achiti: Ndinoda, chinatswa. Pakarepo maperembudzi akabva kwaari.
13Και εκτεινας την χειρα, ηγγισεν αυτον και ειπε· Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς η λεπρα εφυγεν απ' αυτου.
14Iye akamuraira kuti asaudza munhu; akati: Asi enda undozviratidza kumupristi, ubayire pakunatswa kwako, Mozisi sezvaakaraira, chive chapupu kwavari.
14Και αυτος παρηγγειλεν αυτον να μη ειπη τουτο προς μηδενα, αλλ' υπαγε, λεγει, και δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου, καθως προσεταξεν ο Μωυσης, δια μαρτυριαν εις αυτους.
15Asi shoko pamusoro pake rakanyanya kupararira; zvaunga zvikuru zvikaungana kuzonzwa, nekuporeswa naye pazvifo zvavo.
15Αλλ' ετι μαλλον διηρχετο η φημη περι αυτου, και συνηθροιζοντο οχλοι πολλοι, δια να ακουωσι και να θεραπευωνται υπ' αυτου απο των ασθενειων αυτων·
16Asi iye waienda kumarenje achinonyengetera.
16αυτος δε απεσυρετο εις τας ερημους και προσηυχετο.
17Zvino zvakaitika nerimwe ramazuva, iye paakange achidzidzisa; zvino vaFarisi nevadzidzisi vemurairo vakange vagerepo, vaibva kumisha yese yeGarirea neJudhiya neJerusarema; nesimba raIshe rakange riripo kuvaporesa.
17[] Και εν μια των ημερων, ενω αυτος εδιδασκεν, εκαθηντο Φαρισαιοι και νομοδιδασκαλοι, οιτινες ειχον ελθει εκ πασης κωμης της Γαλιλαιας και Ιουδαιας και Ιερουσαλημ· και δυναμις Κυριου ητο εις το να ιατρευη αυτους.
18Uye tarira, varume vakange vakatakura munhu pauchanja wakange akafa mitezo; vakatsvaka kumupinza vaise pamberi pake.
18Και ιδου, ανδρες φεροντες επι κλινης ανθρωπον, οστις ητο παραλυτικος, και εζητουν να φερωσιν αυτον εσω και να θεσωσιν ενωπιον αυτου·
19Zvino, vakati vachishaiwa pavangamupinza napo nekuda kwechaunga, vakakwira padenga peimba, vakamuburusira pasi pakati neuchanja hwake, nemumapfuriro pamberi paJesu.
19και μη ευροντες δια ποιας εισοδου να φερωσιν αυτον εσω εξ αιτιας του οχλου, ανεβησαν επι το δωμα και δια των κεραμιδων κατεβιβασαν αυτον μετα του κλινιδιου εις το μεσον εμπροσθεν του Ιησου.
20Iye wakati aona rutendo rwavo, akati kwaari: Munhu, zvivi zvako wazvikangamwirwa.
20Και ιδων την πιστιν αυτων, ειπε προς αυτον· Ανθρωπε, συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου.
21Zvino vanyori nevaFarisi vakatanga kufunga, vachiti: Ndiani uyu unotaura kunyomba? Ndiani unogona kukangamwira zvivi, kunze kwaMwari oga?
21Και ηρχισαν να διαλογιζωνται οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι, λεγοντες· Τις ειναι ουτος, οστις λαλει βλασφημιας; τις δυναται να συγχωρη αμαρτιας ειμη μονος ο Θεος;
22Zvino Jesu paakaziva mifungo yavo, akapindura, akati kwavari: Munofungei mumoyo yenyu?
22Νοησας δε ο Ιησους τους διαλογισμους αυτων, απεκριθη και ειπε προς αυτους· Τι διαλογιζεσθε εν ταις καρδιαις σας;
23Chii chakareruka, kuti: Zvivi zvako wazviregererwa; kana kuti: Simuka, ufambe?
23τι ειναι ευκολωτερον, να ειπω, Συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου, η να ειπω, Σηκωθητι και περιπατει;
24Asi kuti muzive kuti Mwanakomana wemunhu une simba panyika rekuregerera zvivi (akati kune wakange akafa mitezo): Ndinoti kwauri: Simuka, utore uchanja hwako, uende kumba kwako.
24αλλα δια να γνωρισητε οτι εξουσιαν εχει ο ιος του ανθρωπου επι της γης να συγχωρη αμαρτιας, ειπε προς τον παραλυτικον· Προς σε λεγω, Σηκωθητι και σηκωσον το κλινιδιον σου και υπαγε εις τον οικον σου.
25Pakarepo akasimuka pamberi pavo, akatora chaakange avete pachiri, akaenda kumba kwake, achirumbidza Mwari.
25Και παρευθυς εγερθεις ενωπιον αυτων, εσηκωσε το κλινιδιον εφ' ου κατεκειτο και ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου, δοξαζων τον Θεον.
26Kuvhiringidzika kukabata vose, vakarumbidza Mwari, vakazadzwa nekutya, vachiti: Taona chisionekwe nhasi.
26Και εκστασις κατελαβεν απαντας και εδοξαζον τον Θεον, και επλησθησαν φοβου, λεγοντες οτι ειδομεν παραδοξα σημερον.
27Zvino shure kwezvinhu izvi wakabuda, akaona muteresi, wainzi Revhi, agere paimba yemutero, akati kwaari: Nditevere.
27[] Και μετα ταυτα εξηλθε και ειδε τελωνην τινα Λευιν το ονομα, καθημενον εις το τελωνιον, και ειπε προς αυτον· Ακολουθει μοι.
28Ndokubva asiya zvose, akasimuka akamutevera.
28Και αφησας απαντα, εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτον.
29Revhi ndokumuitira mabiko makuru mumba make; kukavapo chaunga chikuru chavateresi nevamwe vakange vagere navo pakudya.
29Και εκαμεν εις αυτον ο Λευις υποδοχην μεγαλην εν τη οικια αυτου, και ητο πληθος πολυ τελωνων και αλλων, οιτινες εκαθηντο μετ' αυτων εις την τραπεζαν.
30Asi vanyori vavo nevaFarisi vakanyunyutira vadzidzi vake, vachiti: Nemhaka yei muchidya nekunwa nevateresi nevatadzi?
30Και εγογγυζον οι γραμματεις αυτων και οι Φαρισαιοι προς τους μαθητας αυτου, λεγοντες· Δια τι μετα τελωνων και αμαρτωλων τρωγετε και πινετε;
31Jesu achipindura akati kwavari: Vakagwinya havadi murapi, asi avo vanorwara.
31Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους· Δεν εχουσι χρειαν ιατρου οι υγιαινοντες, αλλ' οι πασχοντες.
32Handina kuuya kuzodana vakarurama, asi vatadzi vauye mukutendeuka.
32Δεν ηλθον δια να καλεσω δικαιους, αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν.
33Zvino vakati kwaari: Nemhaka yei vadzidzi vaJohwani vachitsanya kazhinji, vachiita minyengetero, uye saizvozvo vevaFarisi, asi venyu vanodya nekunwa?
33Οι δε ειπον προς αυτον· Δια τι οι μαθηται του Ιωαννου νηστευουσι συχνα και καμνουσι δεησεις, ομοιως και οι των Φαρισαιων, οι δε ιδικοι σου τρωγουσι και πινουσιν;
34Asi wakati kwavari: Munogona kutsanyisa vana veimba yemuchato muwani achiri kwavari here?
34Ο δε ειπε προς αυτους· Μηπως δυνασθε να καμητε τους υιους του νυμφωνος να νηστευωσιν, ενοσω ειναι μετ' αυτων ο νυμφιος;
35Asi mazuva achasvika, apo muwani achabviswa kwavari, ipapo vachatsanya nemazuva iwayo.
35θελουσιν ομως ελθει ημεραι, οταν αφαιρεθη απ' αυτων ο νυμφιος· τοτε θελουσι νηστευει εν εκειναις ταις ημεραις.
36Akataurawo mufananidzo kwavari, akati: Hakuna munhu unoisa chigamba chemucheka mutsva panguvo sharu; kana zvakasadaro naichowo chitsva chinobvarura, nechigamba chemucheka mutsva hachipindirani nesharu.
36Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους, οτι ουδεις βαλλει επιρραμμα ιματιου νεου επι ιματιον παλαιον ει δε μη, και το νεον σχιζει και με το παλαιον δεν συμφωνει το επιρραμμα το απο του νεου.
37Uye hakuna munhu unodira waini itsva muhombodo sharu; kana zvakasadaro, waini itsva ichaparusa hombodo iyo ikateuka, uye hombodo dzikaparara.
37Και ουδεις βαλλει οινον νεον εις ασκους παλαιους ει δε μη, ο νεος οινος θελει σχισει τους ασκους, και αυτος θελει εκχυθη και οι ασκοι θελουσι φθαρη
38Asi waini itsva inofanira kuiswa muhombodo itsva, zvichengetedzeke zviri zviviri.
38αλλα πρεπει να βαλληται ο νεος οινος εις ασκους νεους, και αμφοτερα διατηρουνται.
39Uye hakuna munhu unoti kana amwa waini sharu pakarepo akashuva itsva; nekuti unoti: Sharu iri nani.
39Και ουδεις αφου πιη οινον παλαιον, θελει ευθυς νεον· διοτι λεγει· Ο παλαιος ειναι καλητερος.