Russian 1876

Greek: Modern

Job

17

1Дыхание мое ослабело; дни мои угасают; гробы предо мною.
1[] Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι' εμε.
2Если бы не насмешки их, то и среди споров их око мое пребывало бы спокойно.
2Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων;
3Заступись, поручись Сам за меня пред Собою! иначе кто поручится за меня?
3Ασφαλισον με, δεομαι· γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου· τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε;
4Ибо Ты закрыл сердце их от разумения, и потому не дашь восторжествовать им .
4Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως· δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους.
5Кто обрекает друзей своих в добычу, у детей того глаза истают.
5Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι.
6Он поставил меня притчею для народа и посмешищем для него.
6Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων· και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος.
7Помутилось от горести око мое, и все члены мои, как тень.
7Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια.
8Изумятся о сем праведные, и невинный вознегодует на лицемера.
8Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου.
9Но праведник будет крепко держаться пути своего, и чистый руками будет больше и больше утверждаться.
9Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου.
10Выслушайте, все вы, и подойдите; не найду я мудрого между вами.
10[] σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα· διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας.
11Дни мои прошли; думы мои – достояние сердца моего – разбиты.
11Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου.
12А они ночь хотят превратить в день, свет приблизить к лицу тьмы.
12Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν· το φως ειναι πλησιον του σκοτους.
13Если бы я и ожидать стал, то преисподняя – дом мой; во тьме постелю я постель мою;
13Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου· εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει.
14гробу скажу: ты отец мой, червю: ты мать моя и сестра моя.
14Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου· προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι.
15Где же после этого надежда моя? и ожидаемое мною кто увидит?
15Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει;
16В преисподнюю сойдет она и будет покоиться со мною в прахе.
16εις το βαθος του αδου θελει καταβη· βεβαιως θελει αναπαυθη μετ' εμου εν τω χωματι.