1И отвечал Иов и сказал:
1[] Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν·
2выслушайте внимательно речь мою, и это будет мне утешением от вас.
2Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας.
3Потерпите меня, и я буду говорить; а после того, какпоговорю, насмехайся.
3Υποφερετε με να λαλησω· και αφου λαλησω, εμπαιζετε.
4Разве к человеку речь моя? как же мне и не малодушествовать?
4Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου;
5Посмотрите на меня и ужаснитесь, и положите перст на уста.
5Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος.
6Лишь только я вспомню, – содрогаюсь, и трепет объемлет тело мое.
6Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου.
7Почему беззаконные живут, достигают старости, да исилами крепки?
7[] Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη;
8Дети их с ними перед лицем их, и внуки их перед глазами их.
8Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ' αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων.
9Домы их безопасны от страха, и нет жезла Божия на них.
9Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου· και ραβδος Θεου δεν ειναι επ' αυτους.
10Вол их оплодотворяет и не извергает, корова их зачинает и невыкидывает.
10Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει· η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει.
11Как стадо, выпускают они малюток своих, и дети их прыгают.
11Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι.
12Восклицают под голос тимпана и цитры и веселятся при звуках свирели;
12Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου.
13проводят дни свои в счастьи и мгновенно нисходят в преисподнюю.
13Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην.
14А между тем они говорят Богу: отойди от нас, не хотим мы знать путей Твоих!
14Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου·
15Что Вседержитель, чтобы нам служить Ему? и что пользы прибегать к Нему?
15τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον;
16Видишь, счастье их не от их рук. – Совет нечестивых будь далек от меня!
16Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων· μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων.
17Часто ли угасает светильник у беззаконных, и находит на них беда, и Он дает им в удел страдания во гневе Своем?
17[] Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ' αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου.
18Они должны быть, как соломинка пред ветром и как плева, уносимая вихрем.
18Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου· και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος.
19Скажешь : Бог бережет для детей его несчастье его. – Пусть воздаст Он ему самому,чтобы он это знал.
19Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων· ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο.
20Пусть его глаза увидят несчастье его, и пусть он сам пьет от гнева Вседержителева.
20Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου.
21Ибо какая ему забота до дома своего после него, когда число месяцев его кончится?
21Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ' εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου;
22Но Бога ли учить мудрости, когда Он судит и горних?
22Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους.
23Один умирает в самой полноте сил своих, совершенно спокойный и мирный;
23Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος·
24внутренности его полны жира, и кости его напоены мозгом.
24τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον.
25А другой умирает с душею огорченною, не вкусив добра.
25Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη.
26И они вместе будут лежать во прахе, и червь покроет их.
26Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους.
27Знаю я ваши мысли и ухищрения, какие вы против меня сплетаете.
27[] Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ' εμου.
28Вы скажете: где дом князя, и где шатер, в котором жили беззаконные?
28Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων;
29Разве вы не спрашивали у путешественников и незнакомы с их наблюдениями,
29Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε;
30что в день погибели пощажен бывает злодей, в день гнева отводится в сторону?
30Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται.
31Кто представит ему пред лице путь его, и кто воздаст ему за то, что он делал?
31Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε;
32Его провожают ко гробам и на его могиле ставят стражу.
32και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι.
33Сладки для него глыбы долины, и за ним идет толпа людей, а идущим перед ним нет числа.
33Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου.
34Как же вы хотите утешать меня пустым? В ваших ответах остается одна ложь.
34Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος;