Russian 1876

Greek: Modern

Job

27

1И продолжал Иов возвышенную речь свою и сказал:
1[] Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπε·
2жив Бог, лишивший меня суда, и Вседержитель, огорчивший душу мою,
2Ζη ο Θεος, ο αποβαλων την κρισιν μου, και ο Παντοδυναμος, ο πικρανας την ψυχην μου,
3что, доколе еще дыхание мое во мне и дух Божий в ноздрях моих,
3οτι παντα τον χρονον ενοσω η πνοη μου ειναι εν εμοι και το πνευμα του Θεου εις τους μυκτηρας μου,
4не скажут уста мои неправды, и язык мой не произнесет лжи!
4τα χειλη μου δεν θελουσι λαλησει αδικιαν και η γλωσσα μου δεν θελει μελετησει δολον.
5Далек я от того, чтобы признать вас справедливыми; доколе не умру, не уступлю непорочности моей.
5Μη γενοιτο εις εμε να σας δικαιωσω· εως να εκπνευσω, δεν θελω απομακρυνει την ακεραιοτητα μου απ' εμου.
6Крепко держал я правду мою и не опущу ее; не укорит меня сердце мое во все дни мои.
6Θελω κρατει την δικαιοσυνην μου και δεν θελω αφησει αυτην· η καρδια μου δεν θελει με ελεγξει ενοσω ζω.
7Враг мой будет, как нечестивец, и восстающий на меня, как беззаконник.
7[] Ο εχθρος μου να ηναι ως ο ασεβης και ο ανισταμενος κατ' εμου ως ο παρανομος.
8Ибо какая надежда лицемеру, когда возьмет, когда исторгнет Бог душу его?
8Διοτι τις η ελπις του υποκριτου, αν και επλεονεκτησεν, οταν ο Θεος αποσπα την ψυχην αυτου;
9Услышит ли Бог вопль его, когда придет на него беда?
9Αρα γε θελει ακουσει ο Θεος την κραυγην αυτου, οταν επελθη επ' αυτον συμφορα;
10Будет ли он утешаться Вседержителем и призывать Бога во всякое время?
10Θελει ευφραινεσθαι εις τον Παντοδυναμον; θελει επικαλεισθαι τον Θεον εν παντι καιρω;
11Возвещу вам, что в руке Божией; что у Вседержителя, не скрою.
11[] θελω σας διδαξει τι ειναι εν τη χειρι του Θεου· ο, τι ειναι παρα τω Παντοδυναμω, δεν θελω κρυψει αυτο.
12Вот, все вы и сами видели; и для чего вы столько пустословите?
12Ιδου, σεις παντες ειδετε· δια τι λοιπον εισθε ολως τοσον ματαιοι;
13Вот доля человеку беззаконному от Бога, и наследие, какое получают от Вседержителя притеснители.
13Τουτο ειναι παρα Θεου η μερις του ασεβους ανθρωπου, και η κληρονομια των δυναστων, την οποιαν θελουσι λαβει παρα του Παντοδυναμου.
14Если умножаются сыновья его, то под меч; и потомки его не насытятся хлебом.
14Εαν οι υιοι αυτου πολλαπλασιασθωσιν, ειναι δια την ρομφαιαν· και οι εκγονοι αυτου δεν θελουσι χορτασθη αρτον.
15Оставшихся по нем смерть низведет во гроб, и вдовы их не будут плакать.
15Οι εναπολειφθεντες αυτου θελουσι ταφη εν θανατω· και αι χηραι αυτου δεν θελουσι κλαυσει.
16Если он наберет кучи серебра, как праха, и наготовит одежд, как брение,
16Και αν επισωρευση αργυριον ως το χωμα και ετοιμαση ιματια ως τον πηλον·
17то он наготовит, а одеваться будет праведник, исеребро получит себе на долю беспорочный.
17δυναται μεν να ετοιμαση, πλην ο δικαιος θελει ενδυθη αυτα· και ο αθωος θελει διαμοιρασθη το αργυριον.
18Он строит, как моль, дом свой и, как сторож, делает себе шалаш;
18Οικοδομει τον οικον αυτου ως το σαρακιον, και ως καλυβην, την οποιαν καμνει ο αγροφυλαξ.
19ложится спать богачом и таким не встанет; открывает глаза свои, и он уже не тот.
19Πλαγιαζει πλουσιος, πλην δεν θελει συναχθη· ανοιγει τους οφθαλμους αυτου και δεν υπαρχει.
20Как воды, постигнут его ужасы; в ночи похитит его буря.
20Τρομοι συλλαμβανουσιν αυτον ως υδατα, ανεμοστροβιλος αρπαζει αυτον την νυκτα.
21Поднимет его восточный ветер и понесет, и он быстро побежит от него.
21Σηκονει αυτον ανατολικος ανεμος, και υπαγει· και αποσπα αυτον απο του τοπου αυτου.
22Устремится на него и не пощадит, как бы он ни силился убежать отруки его.
22Διοτι ο Θεος θελει ριψει κατ' αυτου συμφορας και δεν θελει φεισθη· απο της χειρος αυτου σπευδει να φυγη.
23Всплеснут о нем руками и посвищут над ним с места его!
23Θελουσι κροτησει τας χειρας αυτων επ' αυτον, και θελουσι συριξει αυτον απο του τοπου αυτων.