Russian 1876

Greek: Modern

Job

39

1Знаешь ли ты время, когда рождаются дикие козы наскалах, и замечал ли роды ланей?
1[] Γνωριζεις τον καιρον του τοκετου των αγριων αιγων του βραχου; δυνασαι να σημειωσης ποτε γεννωσιν αι ελαφοι;
2можешь ли расчислить месяцы беременности их? и знаешь ли время родов их?
2Δυνασαι να αριθμησης τους μηνας τους οποιους πληρουσιν; η γνωριζεις τον καιρον του τοκετου αυτων;
3Они изгибаются, рождая детей своих, выбрасывая свои ноши;
3Αυται συγκαμπτονται, γεννωσι τα παιδια αυτων, ελευθερονονται απο των ωδινων αυτων.
4дети их приходят в силу, растут на поле, уходят и не возвращаются к ним.
4Τα τεκνα αυτων ενδυναμουνται, αυξανουσιν εν τη πεδιαδι· εξερχονται και δεν επιστρεφουσι πλεον εις αυτας.
5Кто пустил дикого осла на свободу, и кто разрешилузы онагру,
5Τις εξαπεστειλεν ελευθερον τον αγριον ονον; η τις ελυσε τους δεσμους αυτου;
6которому степь Я назначил домом и солончаки - жилищем?
6του οποιου οικιαν εκαμον την ερημον, και την αλμυριδα κατοικιαν αυτου.
7Он посмевается городскому многолюдству и не слышит криков погонщика,
7Καταγελα του θορυβου της πολεως· δεν ακουει την κραυγην του εργοδιωκτου.
8по горам ищет себе пищи и гоняется за всякою зеленью.
8Κατασκοπευει τα ορη δια βοσκην αυτου, και υπαγει ζητων κατοπιν παντος ειδους χλοης.
9Захочет ли единорог служить тебе и переночует ли у яслей твоих?
9Θελει ευχαριστηθη ο μονοκερως να σε δουλευη, η θελει διανυκτερευσει εν τη φατνη σου;
10Можешь ли веревкою привязать единорога к борозде, и станет ли онборонить за тобою поле?
10Δυνασαι να δεσης τον μονοκερων με τον δεσμον αυτου προς αροτριασιν; η θελει ομαλιζει τας πεδιαδας οπισω σου;
11Понадеешься ли на него, потому что у него сила велика, и предоставишь ли ему работутвою?
11Θελεις βαλει το θαρρος σου εις αυτον, διοτι η δυναμις αυτου ειναι μεγαλη; η θελεις αφησει την εργασιαν σου επ' αυτον;
12Поверишь ли ему, что он семена твои возвратит и сложит на гумно твое?
12Θελεις εμπιστευθη εις αυτον να σοι φερη τον σπορον σου και να συναξη αυτον εν τω αλωνιω σου;
13Ты ли дал красивые крылья павлину и перья и пух страусу?
13[] Εδωκας συ τας ωραιας πτερυγας εις τους ταωνας; η πτερυγας και πτερα εις την στρουθοκαμηλον;
14Он оставляет яйца свои на земле, и на песке согревает их,
14ητις αφινει τα ωα αυτης εις την γην και θαλπει αυτα επι του χωματος,
15и забывает, что нога может раздавить их и полевой зверь может растоптать их;
15και λησμονει οτι ο πους ενδεχεται να συντριψη αυτα, η το θηριον του αγρου να καταπατηση αυτα·
16он жесток к детям своим, как бы не своим, и не опасается, что труд его будет напрасен;
16σκληρυνεται κατα των τεκνων αυτης, ως να μη ησαν αυτης· ματαιως εκοπιασε, μη φοβουμενη·
17потому что Бог не дал ему мудрости и не уделил ему смысла;
17διοτι ο Θεος εστερησεν αυτην απο σοφιας και δεν εμοιρασεν εις αυτην συνεσιν·
18а когда поднимется на высоту, посмевается коню и всаднику его.
18οσακις σηκονεται ορθιος, καταγελα του ιππου και του αναβατου αυτου.
19Ты ли дал коню силу и облек шею его гривою?
19[] Συ εδωκας δυναμιν εις τον ιππον; περιενεδυσας τον τραχηλον αυτου με βροντην;
20Можешь ли ты испугать его, как саранчу? Храпение ноздрей его – ужас;
20συ καμνεις αυτον να πηδα ως ακρις; το γαυριαμα των μυκτηρων αυτου ειναι τρομερον·
21роет ногою землю и восхищается силою; идет навстречу оружию;
21ανασκαπτει εν τη κοιλαδι και αγαλλεται εις την δυναμιν αυτου· εξερχεται εις απαντησιν των οπλων·
22он смеется над опасностью и не робеет и не отворачивается от меча;
22καταγελα του φοβου και δεν τρομαζει· ουδε στρεφει απο προσωπου ρομφαιας·
23колчан звучит над ним, сверкает копье и дротик;
23η φαρετρα κροταλιζει κατ' αυτου, η εξαστραπτουσα λογχη και το δορυ.
24в порыве и ярости он глотает землю и не может стоять при звуке трубы;
24Καταπινει την γην εν αγριοτητι και μανια· και δεν πιστευει οτι ηχει σαλπιγξ·
25при трубном звуке он издает голос: гу! гу! и издалека чует битву, громкие голоса вождей и крик.
25αμα δε τη φωνη της σαλπιγγος, λεγει, Α, α και μακροθεν οσφραινεται την μαχην, την κραυγην των στρατηγων και τον αλαλαγμον.
26Твоею ли мудростью летает ястреб и направляет крылья свои на полдень?
26[] Δια της σοφιας σου πετα ο ιεραξ και απλονει τας πτερυγας αυτου προς νοτον;
27По твоему ли слову возносится орел и устрояет на высоте гнездо свое?
27Εις την προσταγην σου ανυψουται ο αετος και καμνει την φωλεαν αυτου εν τοις υψηλοις;
28Он живет на скале и ночует на зубце утесов и на местах неприступных;
28Κατοικει επι βραχου και διατριβει, επι αποτομου βραχου και επι αβατων τοπων·
29оттуда высматривает себе пищу: глаза его смотрят далеко;
29εκειθεν αναζητει τροφην· οι οφθαλμοι αυτου σκοπευουσι μακροθεν·
30птенцы его пьют кровь, и где труп, там и он.
30και οι νεοσσοι αυτου αιμα πινουσι· και οπου πτωματα, εκει και αυτος.